Το 1826 η κοινότητα της Τραπεζούντας ίδρυσε την πολιτική κάσσα, ένα ιδιότυπο σύστημα είσπραξης των φόρων, στα πλαίσια του οποίου φορολογούνταν οι πολίτες με βάση τις οικονομικές τους δυνατότητες.
Εμπνευστής της ήταν ο Ιορδάνης Χατζή Γεωργίου Τζίλογλης, έγκριτος πολίτης της Τραπεζούντας.
Όπως σημειώνει ο Σάββας Μαυρίδης στο άρθρο του με τίτλο «Οι κοινότητες των Ελλήνων του Πόντου» που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Πόντος – Ιστορία και Πολιτισμός, επικαλούμενος τον μητροπολίτη Χρύσανθο, «η διανομή των φόρων εγίνετο, ως τότε, υπό της κοινότητος συνερχομένης επί το αυτό. Εις τας συνελεύσεις ταύτας συχνά εγεννώντο έριδες και διαπληκτισμοί, εκάστου ζητούντος να αποκρύψη την πραγματικήν αυτού οικονομικήν κατάστασιν και υποβιβάση το ποσόν του εις αυτόν επιβαλλομένου φόρου και επιβαρύνη ούτων τον γείτονα».
Με το σύστημα της πολιτικής κάσσας ίσχυσε το επί Βυζαντινών δίκαιον της επιβολής των απόρων εις τα εύπορα.
Εκτός των άλλων, ο μητροπολίτης της Τραπεζούντας και η Εκκλησία απειλούσαν με αφορισμό, στο πλαίσιο του νέου συστήματος, καθέναν που απέκρυπτε την περιουσίαν ή τους από της εργασίας αυτού πόρους.
Ο Χρύσανθος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι ο εκ του αφορισμού φόβος αυτός μόνος συνεκράττει τους πολίτας από πάσης εκτροπής προς κατάχρησιν. Τη διοίκηση της πολιτικής κάσσας είχε ο πολιτικός γέρων ή πρωτόγερος, οι γραμματικοί της κάσσας, οι κασσιέροι και οι κλειδούχοι.
Πώς λειτουργούσε το φοροεισπρακτικό σύστημα
Πράξη της 1ης Δεκεμβρίου του 1830 δείχνει τη λειτουργία αυτού του ιδιότυπου συστήματος απόδοσης φόρων:
Άνευ γαρ ομονοίας ούτ’ αν πόλις ευ πολιτευθείη, ούτ’ αν οίκος καλώς οικηθείη (Ξενοφών). Επειδή με την γνώμην των προυχόντων και των λοιπών προκρίτων της πολιτείας μας εψηφίσθημεν και εδιορίσθημεν επίτροποι και έφοροι της Κάσσας, και με την εκλογήν των ιδίων ενεπιστεύθημεν την διοίκησιν των πολιτικών υποθέσεων, ώστε κατά την δοθείσαν ημίν ενυπόγραφον αυτών παραίτησιν, να έχωμεν το κύρος και την ισχύν, εις το να περιλάβωμεν την σύναξιν των εισόδων, και να αποκριθώμεν εις την ποσότητα των εξόδων, να καταγράψωμεν εις αλιλεσάπι1 καιρού τυχόντος αναλόγως τον καθ’ ένα κατά την δύναμίν του, να επιφέρωμεν την πρέπουσαν παιδείαν εις τους ατάκτους και μη πειθομένους, αποβλέποντες εις την άνεσιν και ησυχίαν των αδελφών μας χριστιανών αποφασίζομεν και ημείς οι υπογεγραμμένοι·
Α’ να επιστατήσωμεν εις τας υποθέσεις της κάσσας με όλην μας την προθυμίαν, να συνδράμωμεν και να πασχίσωμεν εις την στερέωσιν και επίδοσιν αυτής με εν στόμα και με μίαν καρδίαν, να διορθώσωμεν εκείνα οπού χρειάζονται διόρθωσιν με έργον, και όχι με λογομαχίας και έριδας, να εξετάσωμεν τους αδελφούς και συμπατριώτας μας διά εκείνα οπού χρεωστούν να πληρώσουν· με ειλικρινή διάθεσιν δικαίως και θεαρέστως· εάν δε κανένας από ημάς ομιλεί με πάθος οπού έχει εις την καρδίαν του κατά τινος, ή κρίνει με έχθραν και μνησικακίαν, ή σπέρνει ζιζάνια διά να βάλη διχόνοιαν αναμεταξύ εις την αδελφότητα, και να ταράξη την κοινήν αρμονίαν, ο τοιούτος εχέτω αντίδικον και πολέμιον αυτόν τον δοτήρα της ειρήνης τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Β’ Τα ζητούμενα άσπρα από την Κάσσαν, είτε διά κύρια σαλγούνια με μουραλέ του Κατή, είτε διά άλλα πολιτικά έξοδα· εάν είναι ολίγα τον αριθμόν να τα οικονομήσωμεν ημείς αναμεταξύ μας, πληρώνοντες άλλος διακόσια άλλος τριακόσια ανάλογα της δυνάμεώς τους, ή σηκώνοντες από κανένα μέρος με διάφορον· αν όμως είναι πολλά οπού μήτε με την πληρωμήν την εδικήν μας ημπορούμεν να απαντήσωμεν, μήτε με εκείνα οπού ηθέλαμεν δανεισθή έξωθεν, τότε να καταγράψωμεν εκείνους, οι οποίοι έδοσαν απόφασιν εις την Κάσσαν εις τον καιρόν της συστάσεως αυτής, καθώς ονοστί φαίνονται, όχι όμως παρακάτω από τα εκατόν γρόσια· από εκείνους δε οπού μόλις ημπορούν να πληρώσουν τριάντα, ή πενήντα γρόσια, να μη λάβωμεν διόλου αλλιλ: αλλά να προσφέρουν ως Μέλισσαι το χρέος των κατ’ εβδομάδαν πολύ ή ολίγον εις τα κουτεία του κοινού, χωρίς να λείψη τελείως το χέρι των από αυτά, ή να αφήσουν τα πέντε γρόσια οπού χρεωστούν και γίνονται δέκα και εντεύθεν μένουσι δισπλήρωτα.
Γ’ Καθώς ημείς εδιορίσθημεν επίτροποι και έφοροι της Κάσσας διορίζομεν και ημείς επιστάτας των Κουτείων τους σεσημειωμένους διά να συνδράμουν, και να πασχίσουν και αυτοί, ως ενεργά μέλη του κοινού εις την περιλαβήν των εισόδων, να παρακινήσουν τον καθ’ ένα εις το να πληρώση το χρέος του, με λόγια γλυκά, με καρδίαν αδελφικήν, δια να γενώμεθα όλοι εν σώμα και εν πνεύμα, καθώς μας θέλει η αμώμητος ημών πίστις· οι ρηθέντες επίτροποι να φέρνωσι απαρασάλευτα τα κουτεία εις την διορισμένην ώραν, χωρίς να προφασισθούν ότι δεν είχεν άσπρα και τα παρόμοια, και αφ’ ου αδιασθούν να ειπούν λόγια δύω, ποίος έχει να ξεπαστεύση το αλίλ και ποίος είναι έξω του δρομου και να αναχωρίση.
Δ’ Εάν μας παραστήσουν οι ρηθέντες επιστάται των Κουτείων δια κανένα άνθρωπον της ενορίας των ότι είναι έξω του ορθού δρόμου, χωρίς να έχωσι πάθος τι με αυτόν, ως ανωτέρω είπομεν, αφ’ ου τον εξετάσωμεν και ημείς δικαίως και αδελφικώς και τον ευρίσκομεν ότι κλέπτει και κατακρατεί το δίκαιον της κάσσας, να τον παραδώσωμεν εις τον Πολιτικόν Γέροντα, ο οποίος να τον παιδεύση με το μέσον του κριτού καθώς συνοδικώς αποφασίσθη. Εις ένδειξιν λοιπόν των ειρημένων και ασφάλειαν, δίδεται αυτοίς και η παρούσα ημών ενυπόγραφος απόδειξις, 1830 την α’ Δεκεμβρίου Χατζηκωνσταντίνος, Χατζηαντωνιάδης, Χατζηδημήτριος Παναγιωτίδης < Γραμματικοί της Κάσσας. Χατζηβασίλειος Γεωργίου, Χατζηνικόλαος Παρασκευά, Χατζηθεόδορος Λυσαντρίου, Χατζηνικόλαος Ηλιάδης Κανδήλη, Χατζηηλίας Χατζηθωμά < Κασσαίροι. Χαράλαμπος Παναγιότου, Θεόδωρος Σιανώγλης, Ευθύμιος του Γεωργίου, Χατζηνικόλας Χατζησεραφείμ < Κλειδούχοι.
Η σχέση του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας με την «πολιτική κάσσα»
Ο Οδυσσέας Λαμψίδης2 αναφερόμενος στην «πολιτική κάσσα» σημειώνει μεταξύ άλλων πως συστήθηκε «για να διευκολύνει περισσότερο η Εκκλησία και η κοινοτική οργάνωση τον τρόπο καταβολής των δημοσίων φορών» τη χρονική περίοδο 1819-1845.
Ρόλο για την κατανομή της φορολογίας έπαιζε ο αριθμός των ατόμων.
«Για όσους όμως δεν μπορούσαν να πληρώσουν, πλήρωναν οι ευπορότεροι. Η κάλπη της κάσσας βρισκόταν στο νάρθηκα της εκκλησίας. Από την Τραπεζούντα το σύστημα αυτό απλώθηκε στα χωριά και στις πόλεις στον Πόντο. Στην Τραπεζούντα η κάσσα σταμάτησε το 1845 και το περίσσευμα που είχε τότε χρησιμοποιήθηκε για την οικοδόμηση του Φροντιστηρίου», εξηγεί ο Οδ. Λαμψίδης.