Μια σπουδαία παρακαταθήκη μνήμης, πίστης και πολιτισμού αποτυπώνεται στο λεύκωμα Κειμήλια της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα (έτος έκδοσης 2024), που εξέδωσε το ομώνυμο ερευνητικό κέντρο.
Σκαρφαλωμένη στα βουνά της Ματσούκας, κοντά στην Τραπεζούντα, από όπου για αιώνες αγκάλιαζε τον Πόντο με προσευχή, γνώση και πνευματικότητα, η ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα ήταν από τα σημαντικότερα μοναστικά κέντρα του Πόντου και ολοκλήρου του ελληνισμού.
Αυτόν τον πολιτισμικό θησαυρό φωτίζει ο νέος –ιδιαίτερα καλαίσθητος– τόμος, την επιμέλεια του οποίου υπογράφει ο δρ Θεοδόσιος Κυριακίδης, ιστορικός και πρόεδρος του Σωματείου «Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτα». Η ίδρυση του σωματείου, το 1965 στο Ροδοχώρι Νάουσας, από τους πρόσφυγες πρώτης γενιάς που έζησαν κοντά στη μονή υπό την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Χαράλαμπου Κιαγχίδη, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να συνεχιστεί στην Ελλάδα η πολυσήμαντη ιστορία της.
Ο τόμος Κειμήλια της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα είναι ένα συγγραφικό έργο συλλογικής μνήμης και ιστορικής αποκατάστασης, που καταγράφει και παρουσιάζει τα ελάχιστα αλλά ανεκτίμητα ιερά κειμήλια που κατόρθωσαν να διασωθούν μετά τον ξεριζωμό του 1923.
Τα ανεκτίμητης αξίας κειμήλια της Μονής
Ο δρ Κυριακίδης, με την επιστημονική του κατάρτιση και την προσωπική του σύνδεση με την ποντιακή παράδοση, κατάφερε να αναδείξει τη βαθύτερη σημασία αυτών των κειμηλίων.
Δεν πρόκειται απλώς για αντικείμενα. Είναι οι σιωπηλοί αφηγητές μιας ιστορίας αιώνων, οι μάρτυρες της δόξας και του πόνου, της προσευχής και της προσφυγιάς.
«Η έκδοση του παρόντα τόμου, με τα ιστορικά κειμήλια της ιεράς μονής, όσα σώθηκαν και όσα έγινε κατορθωτό έως τώρα να εντοπιστούν σε συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αποτελεί μια υποχρέωση τόσο προς την ιστορία της μονής όσο και προς τις επόμενες γενιές», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θ. Κυριακίδης και συνεχίζει: «Το διασωθέν υλικό δεν μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε παρά μόνο αδρομερώς τον πλούτο της ιστορικής μονής και μας υπενθυμίζει με τον πιο οδυνηρό τρόπο ότι η μεγάλη καταστροφή της Γενοκτονίας δεν αφορούσε μόνο την απώλεια των ανθρώπων, που είναι ασφαλώς μείζον, αλλά και την απώλεια του σημαντικού τους πολιτισμού, μια απώλεια που συνιστά καίριο πλήγμα όχι μόνο για τον ελληνικό αλλά και για τον παγκόσμιο πολιτισμό».
Ως μια από τις αρχαιότερες και σπουδαιότερες μονές του Πόντου, η ιερά μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα είχε στη συλλογή της σημαντικά κειμήλια και χειρόγραφα. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στον τόμο, ο δημοσιογράφος και βουλευτής Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος επισκεπτόμενος τη μονή στις αρχές του 20ού αιώνα έγραψε στο περίφημο βιβλίο του Περιήγησις εις τον Πόντον (1903) ότι τα κειμήλια ήταν πολύ πλουσιότερα από της μονής της Παναγίας Σουμελά.
«Η συλλογή αυτή, όταν την είδε ο Παπαμιχαλόπουλος», επισημαίνει ο Θ. Κυριακίδης, «είχε ήδη υποστεί απώλειες κατά τη διάρκεια του ιστορικού βίου της Μονής λόγω των διαφόρων καταστροφών που αντιμετώπισε – με πρώτη και κύρια τη φωτιά που ξέσπασε στο Ιερό Βήμα το έτος 1483, έπειτα από απροσεξία του εκκλησιάρχη Ιωαννίκιου.
Οι πηγές μάς πληροφορούν ότι σε εκείνη την πυρκαγιά καταστράφηκαν πολλά κειμήλια, χειρόγραφα, λείψανα αγίων, βιβλία, άμφια, αλλά το κυριότερο, τα χρυσόβουλα των Μεγάλων Κομνηνών».
Από τα ανυπολόγιστης αξίας ιστορικά κειμήλια που διέθετε η μονή, λίγα έφθασαν στην Ελλάδα μετά από πολλές προσπάθειες και κόπους των προσφύγων της πρώτης γενιάς.
Κάποια ελάχιστα κατάφεραν να φέρουν μαζί τους οι πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα το 1923, ενώ ορισμένα άλλα έφτασαν τα επόμενα χρόνια σε διάφορες περιστάσεις. Ο Χαράλαμπος Κιαγχίδης, μαζί με τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του σωματείου –και ειδικά του συμβούλου Νικόλαου Καστανίδη–, κατάφερε να φέρει στην Ελλάδα πολύ σημαντικά κειμήλια τα οποία εναπόθεσαν στις εγκαταστάσεις της νέας ιεράς μονής που δημιουργήθηκε στο Ροδοχώρι της Νάουσας.
Μεταξύ αυτών των κειμηλίων ανήκουν και δυο σημαντικές εικόνες. Η πρώτη είναι η εφέστιος θαυματουργή εικόνα του Αγίου Γεωργίου που αγιογραφήθηκε το 1631 και ήταν τοποθετημένη στο προσκυνητάρι της μονής. Η δεύτερη, είναι η μαρμάρινη εικόνα του Αγίου Γεωργίου που βρισκόταν στην είσοδο της Μονής και τοποθετήθηκε εκεί από τον ηγούμενο Ιωαννίκιο το 1846.
Ένα αφηγηματικό ταξίδι στην ψυχή του Πόντου
Δεκάδες μικρά και μεγάλα ιερά αντικείμενα, φορτισμένα με τον ιδρώτα, την αγωνία και την ευλάβεια των προσφύγων, αποτέλεσαν το σπόρο για τη συλλογή που παρουσιάζεται στον τόμο. Με τεκμηριωμένη καταγραφή, φωτογραφικό υλικό υψηλής ποιότητας και ιστορική ανάλυση, ο τόμος αποτελεί μια γέφυρα μνήμης.
Ένα αφηγηματικό ταξίδι στην ψυχή του Πόντου, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από τη λειτουργική ζωή και το υλικό αποτύπωμα της πίστης των ανθρώπων του.
Παράλληλα, ο τόμος αποτελεί και ένα φόρο τιμής σε εκείνους που –παρά τις αντιξοότητες– φρόντισαν να μεταφέρουν αυτά τα πολύτιμα αντικείμενα στην Ελλάδα. Χωρίς εκείνους τους απλούς ανθρώπους, που ίσως δεν ήξεραν να διαβάζουν αλλά ήξεραν τι σημαίνει ιερό, τίποτε από όλα αυτά δεν θα είχε διασωθεί. Αλλά και στους σημερινούς συνεχιστές, το Διοικητικό Συμβούλιο του σωματείου, αξίζει ανάλογος σεβασμός για την αφοσίωση και το όραμά τους να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη και να διασώσουν την ιστορία, όχι ως απολίθωμα, αλλά ως ζωντανή φλόγα.
Ο Θ. Κυριακίδης δεν κρύβει τη χαρά και την ικανοποίησή του για το τελικό αποτέλεσμα, που όπως σημειώνει, αποτελεί μια συλλογική δουλειά και προσπάθεια. «Θερμές ευχαριστίες αξίζουν στους συναδέλφους επιστήμονες για τον κόπο που κατέβαλαν για την συγγραφή των σχετικών άρθρων που απαρτίζουν τον τόμο και στον Αριστείδη Βελόνη για τη φωτογράφηση των κειμηλίων που έχει στην κατοχή του το Σωματείο. Βαθιά ευγνωμοσύνη προς τον Παναγιότατο Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, στον οποίο άλλωστε αφιερώνεται ο τόμος για την πατρική μέριμνα για τα προσκυνήματα του Γένους και ιδιαίτερα του Πόντου, τα οποία πολλές φορές επισκέφθηκε συνοδεία μεταξύ άλλων του λίαν προσφιλούς μακαριστού μητροπολίτου Δράμας Παύλου», καταλήγει ο πρόεδρος του Σωματείου.
Η ιστορία της μονής και της ονομασίας της
Η ιερά μονή χτίστηκε το 756 μ.Χ. στο όρος Πυργί της επαρχίας Γαλίαινας, σε υψόμετρο 1.200μ, βορειοανατολικά της Παναγίας Σουμελά, 30 χλμ ΝΑ της Τραπεζούντας. Το όνομά της προήλθε από τον μοναχό Περιστερεώτη. Κατά το θρύλο, ένα σμήνος περιστέρια κατέβηκε από τα δάση των Σουρμένων και οδήγησε τρεις μοναχούς στον τόπο όπου χτίστηκε το μοναστήρι.
Κατά την εποχή της ακμής του, το μοναστήρι αποτελείτο από 187 κελιά και μια μεγάλη βιβλιοθήκη που φιλοξενούσε πάνω από 7.000 τόμους.
Σε μετόχι της μονής στεγαζόταν στις αρχές του 19ου αιώνα το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Άλλωστε το μοναστήρι συντηρούσε πολλά σχολεία, και το 1909 συστήθηκε με ενέργειές της η κεντρική σχολή της Γαλίαινας, ένα πλήρες τετρατάξιο ημιγυμνάσιο.
Έκλεισε οριστικά στις 17 Ιανουαρίου 1923, όταν ο ηγούμενος Γρηγόριος και οι μοναχοί, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες κάτοικοι, εκδιώχθηκαν με την Ανταλλαγή.