Όταν ο ήλιος της 6ης Οκτωβρίου 2023 έσβησε για τη Μαίρη Χρονοπούλου, δεν ήταν απλώς το σώμα μιας μεγάλης ηθοποιού που εγκατέλειπε τη ζωή. Ήταν ένας επίλογος γεμάτος αναπάντητα ερωτήματα, πόνο και τη σιωπή που δεν έχει ακόμη καλυφθεί. Δύο χρόνια μετά, η ανάμνησή της παραμένει ζωντανή και οι ιστορίες της, δυστυχώς, μισοτελειωμένες.
Γεννημένη στις 16 Ιουλίου 1933, στο Κολωνάκι, η Μαίρη Χρονοπούλου έμοιαζε από πολύ μικρή σαν να είχε γεννηθεί με προβολείς γύρω της.
Στην αρχή της σταδιοδρομίας της, ως φοιτήτρια της δραματικής σχολής, αγκάλιασε τόσο το θέατρο όσο και τον κινηματογράφο.
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου κι εκεί, ακόμη και πριν ανέβει επίσημα στο θεατρικό σανίδι, ασχολήθηκε με την αρχαία τραγωδία, ως μέλος του χορού, αποκτώντας πρώιμη αίσθηση του θεάτρου ως τελετουργία. Το 1953 μπήκε στον κινηματογράφο, με το Χαρούμενο Ξεκίνημα του Ντίνου Δημόπουλου, κρατώντας έναν μικρό ρόλο. Όμως, εκείνο ήταν το πρώτο σημάδι μιας πορείας που θα άφηνε ανεξίτηλα σημάδια στον ελληνικό πολιτισμό.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Από το 1957 και μετά, άρχισε να δραστηριοποιείται και στο θέατρο -όχι μόνο ως δεύτερη επιλογή, αλλά ως πεδίο όπου μπορούσε να δοκιμάζει την υποκριτική της ευελιξία. Έπαιξε στα έργα Η Κυρία και Το Ρομάντζο μιας καμαριέρας, έργα που απαιτούσαν από την ηθοποιό, πέρα από τεχνική, και ένταση συναισθημάτων.
Τα μιούζικαλ ήρθαν για να απογειώσουν την εικόνα της. Με τον Γιάννη Δαλιανίδη και τη Φίνος Φιλμ συμμετείχε στις ταινίες Οι Θαλασσιές οι Χάντρες (1967) όπου τραγούδησε το «Έκλαψα χτες», Μια Κυρία στα Μπουζούκια (1968), με τα «Είμαι Γυναίκα του Γλεντιού» και «Του Αγοριού Απέναντι», και Γοργόνες και Μάγκες (1968).
Αυτές οι ταινίες την καθιέρωσαν στη συνείδηση του κόσμου που την αγάπησε όσο λίγες σταρ της εποχής.
Παράλληλα, η Μαίρη Χρονοπούλου δεν περιορίστηκε στο ελαφρύ θεατρικό ή το μουσικό σινεμά. Δεν ήθελε να μείνει στο ασφαλές. Από το 1963 και μετά, έπαιξε σε σωρεία δραματικών ταινιών της Φίνος Φιλμ, ως «ντάμα» ή «μοιραία γυναίκα» δίπλα σε ηθοποιούς όπως ο Νίκος Κούρκουλος, ο Φαίδων Γεωργίτσης, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Γιώργος Φούντας κι ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Σε έργα που απαιτούσαν συναισθηματική ένταση και στιβαρότητα.
Στην ταινιοθήκη της συναντά κανείς ορισμένες από τις πλέον εμπνευσμένες της ερμηνείες: Κόκκινα Φανάρια (1963), Το αίμα βάφτηκε κόκκινο (1966) του Βασίλη Γεωργιάδη, Χωρίς Ταυτότητα (1963), Πολύ Αργά για Δάκρυα (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, Οι Αδίστακτοι του Ντίνου Κατσουρίδη (1965), Κοινωνία Ώρα Μηδέν του Ντίνου Δημόπουλου (1966), Η Ζούγκλα των Πόλεων (1970) του Σταύρου Τσιώλη, Η Λεωφόρος του Μίσους (1968) και Ορατότης Μηδέν (1970) του Νίκου Φώσκολου. Δύο από αυτές –Κόκκινα Φανάρια και Το χώμα βάφτηκε κόκκινο– ήταν υποψήφιες για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Όμως η σχέση της με το σινεμά δεν σταμάτησε στην εμπορική του πλευρά. Μπήκε και στον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, με τις συνεργασίες της στις ταινίες Οι Κυνηγοί (1977) και Ταξίδι στα Κύθηρα (1984) του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το 1987 ήρθε η αναγνώριση με το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στην ταινία Τα Παιδιά της Χελιδόνας, του Κώστα Βρεττάκου.
Οι έρωτες της ζωής της
Η ζωή της, όπως συχνά συμβαίνει με τις μεγάλες προσωπικότητες, είχε κι έντονες καμπές. Έζησε μεγάλους έρωτες. Όπως είχε πει σε συνεντεύξεις της με το γνωστό της χιούμορ: «Έζησα τον μεγάλο έρωτα μιάμιση φορά». Δεν ήταν πολλοί, αλλά ήταν αρκετοί ώστε να της αφήσουν σημάδια.
Οι σχέσεις της με άντρες όπως ο Κώστας Πρέκας, ο Ανδρέας Μπάρκουλης και ο Νίκος Σταγόπουλος είχαν συζητηθεί έντονα. Το 1975 παντρεύτηκε με τον Δήμο Μπότσαρη, εκείνη την εποχή δήμαρχο Σπάτων και αργότερα βουλευτή, αλλά ο γάμος δεν κράτησε πολύ, χώρισαν. «Η ζωή μου θα μπορούσε να είναι πιο εύκολη αν είχα κάποιον να μου συμπαραστέκεται», είχε παραδεχτεί σε μία από τις τελευταίες της συνεντεύξεις στην εκπομπή Πρωινό Σου Σου.
Το σοβαρό τροχαίο και οι πληγές που άφησε
Το 1999, ένα σοβαρό τροχαίο, της άλλαξε τη ζωή ολόκληρη! Όπως είχε εκμυστηρευτεί η ίδια, οδηγούσε ένα τζιπ, συγκρούστηκε με μικρότερο αυτοκίνητο, «με τουμπάρισε και έσπασα στα δύο». Από τότε, η Μαίρη άρχισε να ζει έναν εφιάλτη: «Φρικτοί πόνοι, εγχειρήσεις…»
Από το τροχαίο τραυματίστηκε σοβαρά. Έμεινε σε κώμα, πέρασε μεγάλο διάστημα σε κατάσταση σοβαρή, αντιμετώπισε εγκαύματα, χρειάστηκε δεκάδες χειρουργεία. Έμεινε για πολλά χρόνια καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο.
Παρά τις προκλήσεις, όμως, η επιθυμία της για ζωή δεν την εγκατέλειψε. Εκείνες τις δύσκολες μέρες, έλεγε σε συνεντεύξεις της ότι προσπαθούσε να σταθεί, να περπατήσει πάλι, να «βγει» από τη σιωπή του πόνου. Και τα κατάφερε! Και για ένα μικρό διάστημα, όλα έδειχναν να έχουν επανέλθει στα κανονικά τους. Σαν να είχε περάσει ο εφιάλτης και είχε έρθει ξανά η ηρεμία και η ισορροπία στη ζωή της. Έβγαινε, έκανε νέες συνεργασίες, επέστρεψε στο θέατρο και τον κινηματογράφο, απολάμβανε βραδιές με φίλους. Ήθελε να είναι παρούσα σε όλα τα μεγάλα καλλιτεχνικά γεγονότα. Και ας ήταν στο κατώφλι των 90. Μέχρι που έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στο πανελλήνιο ότι ένα στραβοπάτημα στο σπίτι της, την οδήγησε στην εντατική!
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
H τελευταία συνέντευξη & το μυστηριώδες τέλος
Τρεις μέρες πριν από την πτώση που οδήγησε στο τέλος, η Μαίρη Χρονοπούλου είχε δώσει συνέντευξη στο Open. Σ’ αυτήν, είχε παραδεχτεί πως «Περνάω μια άσχημη εποχή», πως «η ζωή μου δεν είναι κάτι το πρωτότυπο», ότι σκεφτόταν να μετακομίσει από την Παιανία, ότι είχε «μια μανία να κατέβει στο κέντρο τώρα».
Σε αυτή την ίδια συνέντευξη, είχε αναφερθεί και στο γεγονός ότι περίμενε αποτελέσματα εξετάσεων –«να διαπιστωθεί αν έχω καρκίνο»– και ότι δεν είχε κάποιον να τη ρωτήσει «πώς είμαι». Η μοναξιά της φάνταζε ανθρώπινη αλλά και σαν μία βαθιά πληγή. Παρά την εξωστρέφεια της κοινωνικής της ζωής εκείνες τις μέρες, η Μαίρη Χρονοπούλου έδειχνε απογοητευμένη από την καθημερινότητά της. Έδειχνε αποφασισμένη να απαλλαγεί από ό,τι τη βάραινε. Μάλιστα, στην ίδια αυτή τελευταία της συνέντευξη, ολοκλήρωνε τα όσα έλεγε με το «Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερη» του Καζαντζάκη, συγκινώντας.
Οι υποψίες, η εισαγγελική παρέμβαση & ο φάκελος στο Ανθρωποκτονιών
Το τραύμα στο κεφάλι –αιμάτωμα– όταν έπεσε από τις σκάλες στο σπίτι της, ήταν η αρχή μιας εξαιρετικά δύσκολης πορείας. Νοσηλεύτηκε στον Ευαγγελισμό, διασωληνωμένη για μέρες. Η κατάστασή της κρίθηκε σοβαρότατη.
Στις 6 Οκτωβρίου 2023 η Μαίρη Χρονοπούλου άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 90 ετών. Η κηδεία της έγινε με σεμνότητα, φίλοι και συνάδελφοι της είπαν το τελευταίο αντίο στις 13 Οκτωβρίου στο σπίτι της, στην οδό Αληθείας 10 στην Παιανία, και στη συνέχεια η σορός της μεταφέρθηκε στη Ριτσώνα, όπου αποτέφρωθηκε.
Είχε πει κάποτε ότι ήθελε το τέλος της να μοιάζει με «τελευταίο πάρτι»: «Έτσι θα είναι το δικό μου “φινάλε”, το τελευταίο μου “πάρτι”. Χωρίς φέρετρο, όλα λευκά. Κανείς δεν θα ξέρει πού θα βρίσκομαι. Το τελευταίο “πάρτι” μου έχει άλλο πλάνο. Η καύση είναι ένας εξαγνισμός», είχε πει. Οι φίλοι της σεβάστηκαν την επιθυμία της και πράγματι οργάνωσαν ένα πάρτι στο σπίτι της, ντυμένοι οι περισσότεροι στα λευκά.
Δύο χρόνια μετά, η υπόθεση έχει πάρει νέα τροπή. Ο φάκελός της μεταφέρθηκε στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών της ΕΛΑΣ… Ιατροδικαστικές εκθέσεις, καταθέσεις, παραλείψεις στα πρωτόκολλα γίνονται τώρα αντικείμενο αξιολόγησης. Οι φίλοι της και ο δικηγόρος της Δημήτρης Χατζημιχάλης, δηλώνουν πεπεισμένοι ότι δεν πρόκειται για απλό ατύχημα.
Μιλώντας στο ΕΡΤnews την 1η Οκτωβρίου ο γνωστός δικηγόρος ο οποίος υπήρξε και ένας από τους στενούς φίλους της αξέχαστης Μαίρης Χρονοπούλου είχε τονίσει: «Δυο χρόνια σχεδόν συμπληρώνονται από τον θάνατο της αείμνηστης πολυαγαπημένης μας Μαίρης Χρονοπούλου, και δυστυχώς ακόμα είμαστε στο σκοτάδι. Δηλαδή δεν έχουν διερευνηθεί οι συνθήκες τραυματισμού και εντεύθεν θανάτου της. Βρέθηκε τραυματισμένη στο σπίτι της, με κυριολεκτικά σπασμένο το κεφάλι, ένα τραύμα στο μέτωπο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με αιμάτωμα και εξ αιτίας του αιματώματος αυτού απεβίωσε. Όλο αυτό το διάστημα που ήταν στο νοσοκομείο, ήταν στην εντατική. Δεν ανέκτησε τις αισθήσεις της. Δυστυχώς, δεν μάθαμε πώς χτύπησε, πώς μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, δεν βρέθηκε το νοσοκομειακό, για ποιο λόγο δεν ειδοποιήθηκε αμέσως η αστυνομία και το 166. Μεταφέρθηκε με κάποιο νοσοκομειακό, το οποίο όμως δεν ξέρουμε ποιο είναι, ιδιωτικό νοσοκομειακό».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ορισμένοι ισχυρίζονται πως «την έσπρωξαν, έπεσε και χτύπησε». Ισχυρισμός που εγείρει υπόνοιες πως υπήρξε εξωτερική παρέμβαση, κάτι που δεν έχει αποδειχθεί ακόμα δημόσια. Ένας μάρτυρας «κλειδί» κατέθεσε ότι υπάρχουν παραλείψεις από την Αστυνομία και την Ιατροδικαστική Υπηρεσία, ότι η αυτοψία στο σπίτι της πρέπει να επεκταθεί, ότι κάποιες μαρτυρίες δεν διερευνήθηκαν επαρκώς.
Η εισαγγελική παρέμβαση έγινε. Διεξάγεται έρευνα για το αν ο θάνατός της προκλήθηκε από εγκληματική ενέργεια ή αν όντως ήταν ατύχημα με τραγικές συνέπειες.
Κάλλια Λαμπροπούλου