Ο Ιωάννης Γεωργιάδης γεννήθηκε στον οικισμό Πουλάχ (Πουλάκ, Μπουλάκ, Bulak), ο οποίος βρισκόταν σε μια πλαγιά κοντά στις πηγές παραπόταμου του Λύκου ποταμού. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Κολωνείας και Νικοπόλεως. Είχε μόνο Έλληνες κατοίκους, περίπου 400, που κατάγονταν από το Σιμικλί του Κιουρτούν και το Τσαράκ της Κερασούντας και μιλούσαν ποντιακά.
Στον οικισμό λειτουργούσε εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, με δύο ιερείς και τετρατάξιο σχολείο, όπου φοιτούσαν 40 μαθητές. Η κατασκευή του σχολείου είχε ολοκληρωθεί λίγα χρόνια πριν από την Ανταλλαγή. Οι κάτοικοι της περιοχής ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Συνήθως έκαναν τις προμήθειές τους από τον γειτονικό τουρκικό οικισμό Έζπιτερ.
Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Έξοδος. Όταν τελείωσε ο Πρώτος Μεγάλος Πόλεμος, το 1918, ήμουνα 14 χρονώ και ορφανός από πατέρα. Με πήρανε στο Ορφανοτροφείο Κερασούντας. Εκεί βρέθηκα όταν έγιναν όλες οι ταραχές με τους Τούρκους, οι εξορίες, οι ληστείες, τα κακουργήματα του Τοπάλ Οσμάν.
Από τους πρώτους ήρθανε και πιάσανε το διευθυντή του Ορφανοτροφείου, τον Καλογερόπουλο. Δε μάθαμε τι του έκαναν. Ύστερα πήρανε και το γιατρό του Ορφανοτροφείου και τον έσφαξαν λίγα μέτρα έξω. Μια βραδιά ήρθανε Τσέτες και περικυκλώσανε το Ορφανοτροφείο. Μέσα κλαίγαμε όλα τα παιδιά. Περιμέναμε ότι θα μπούνε οι Τούρκοι και θα μας σφάξουνε. Δε μας πείραξαν όμως. Σφράγισαν όμως τις αποθήκες και πήρανε τα περισσότερα τρόφιμα. Η διευθύντρια τότες, μια κυρία Καλλιόπη, μας είπε, πρέπει, όποιο συγγενή έχετε, να φύγετε, να πάτε στα σπίτια σας. Μείνανε μόνο τα πολύ μικρά παιδιά που δεν είχανε κανένα. Ειδοποιήθηκε το Πατριαρχείο στην Πόλη και τα παιδιά τα πήρε μια επιτροπή και φύγανε στην Κωνσταντινούπολη. Το κτίριο του Ορφανοτροφείου μας το κατέλαβαν οι Τσέτες.
Μέσα στην Κερασούντα έδενε κι έλυνε ο Τοπάλ Οσμάν, πρωτοπαλλήκαρο του Κεμάλ. Γίνανε συλλήψεις των προυχόντων Ελλήνων. Από τους πρώτους σφάξανε τον Μαυρίδη και τον Χατζηλάμπρο. Μετά βγήκε διαταγή να συλληφθούν ομαδικώς σαράντα πέντε άτομα και να εξορισθούν. Σε κανένα μήνα γενικεύτηκε η εξορία. Όλοι οι άντρες από την Κερασούντα και χωριά εξορίζονταν στα βάθη της Τουρκίας.
Εγώ, βγαίνοντας από το Ορφανοτροφείο, πήγα στη μητέρα μου στο Πουλάχ. Εκεί βρέθηκα όταν έγινε η εξορία. Πήρανε τον αδελφό του, το Θόδωρο, το δάσκαλο. Από τότες δεν τον αντικρίσανε πια τα μάτια μας. Έμεινε μονάχη η μητέρα μου με μένα και τον αδελφό μου.
Το χωριό άρχισε να διαλύεται. Οι άντρες φύγανε εξορία. Οι γυναίκες, οι γέροι και τα παιδιά φεύγανε σ’ άλλα χωριά να είναι περισσότεροι μαζί. Ένα γείτονα φούρναρη είχαμε, τον Παναγιώτη. Αυτός ήτανε φίλος του πατέρα μου. Προτού να φύγει για την εξορία έδωσε συμβουλή στη μητέρα μου, πάρε τα δυο παιδιά σου και πήγαινε σ’ άλλο χωριό μεγάλο, να μη μείνεις μόνη σου. Τότες πήγαμε στο Γκουράτς. Μας πήρανε στα σπίτια τους. Καθίσαμε δύο χρόνια σχεδόν κοντά τους.
Τέλος 1922 φύγαμε στην Κερασούντα. Εκεί ακούστηκε το Γενάρη του 1923 πως υπογράφτηκε η Ανταλλαγή και θα φύγουμε όλοι οι Χριστιανοί της Τουρκίας στην Ελλάδα.
Ήρθε και μια Επιτροπή στην Κερασούντα, ένας Ελβετός ήτανε και άλλοι Έλληνες και καταγράφανε τα ονόματα μας. Μείναμε σχεδόν ένα χρόνο στην Κερασούντα. Η αδελφή μου μαγείρευε στην Επιτροπή κι έπαιρνε μια μικρή πληρωμή. Εγώ πουλούσα τσιγάρα και διάφορα ψιλικά στους δρόμους. Τα βράδια κοιμόμαστε σε μια εκκλησία μέσα.
Ήρθανε δύο πλοία και φορτώθηκαν με κόσμο, ελληνικά πλοία, το ένα το έλεγαν «Ιωάννης». Εμείς δεν μπορέσαμε να μπούμε. Ήρθε τρίτο ελληνικό πλοίο, το τελευταίο, το «Αρχιπέλαγος» και μ’ αυτό φύγαμε.
Περάσαμε από Ορdού, από Σαμψούντα, από Κέρζε. Από κάθε μέρος παίρναμε τέσσερις-πέντε οικογένειες. Την άλλη μέρα ξημερώσαμε στην Πόλη, νύκτα περάσαμε από το Τσανάκκαλε. Στην Πόλη ανέβηκαν Τούρκοι αξιωματικοί, κάνανε επιθεώρηση στα χαρτιά μας και δώσανε την άδεια να φύγουμε. Από κει ήρθαμε κατευθείαν στο Καραbουρνού της Θεσσαλονίκης. Μας πήγανε στην Καλαμαριά, σε κάτι στρατιωτικούς θαλάμους. Από κει φροντίσανε να πάνε σε χωριά να εγκατασταθούνε να πάρουνε και τον ανάλογο αγροτικό κλήρο. Σκόρπισαν σε διάφορα μέρη. Πήγανε στην Προσωτσάνη, στο Μεγαλόκαμπο στη Δράμα, στην Αλιστράτη. Οι περισσότεροι ήρθαμε εδώ, στην Αλιστράτη.