Ο Χρήστος Σαββίδης ζούσε στη Σαφράμπολη, η οποία ήταν κτισμένη πάνω στον δημόσιο δρόμο που συνέδεε τις περιοχές από τη Νικομήδεια ως την Κασταμονή και από την Άγκυρα ως την Αδριανούπολη, 92 χλμ δυτικά της Κασταμονής.
Η περιοχή είχε μεγάλη εμπορική σημασία και εκκλησιαστικά άνηκε στη μητρόπολη Νεοκαισαρείας και Ινέου, που το 1911 είχε μεταφέρει την έδρα της από την Τοκάτη στα Κοτύωρα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο ελληνικός πληθυσμός της Σαφράμπολης, ως επί το πλείστον τουρκόφωνος, ανερχόταν στους 3.000 κατοίκους, οι οποίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους γηγενείς. Πριν από την Ανταλλαγή η περιοχή συγκέντρωνε 10.000 κατοίκους, μεταξύ των οποίων περίπου 600 ελληνικές οικογένειες, εγκατεστημένες κυρίως στη συνοικία Κιράνκιοϊ. Διατηρούσαν εκκλησία αφιερωμένη στον πρωτομάρτυρα Στέφανο, αστική σχολή και παρθεναγωγείο. Η περιοχή ήταν εξαιρετικά εύφορη, ενώ πολλοί από τους κατοίκους είτε ασχολούνταν με το εμπόριο είτε ήταν ονομαστοί τεχνίτες.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Οκτώβριος μήνας ήταν, το 1921, δεν θυμάμαι όμως τι μέρα ήταν, ο τελάλης φώναξε: «Οι Έλληνες να ετοιμάζονται, σε λίγες μέρες θα φύγουν για την Πόλη». Εμείς το μάθαμε λίγες μέρες πιο μπροστά από τον γραμματέα του καϊμακάμη, τον Ιορδάναγα. Γι’ αυτό αρχίσαμε να πουλούμε ό,τι δεν θα μπορούσαμε να μεταφέρομε μαζί μας. Ακίνητα φυσικά δεν μπορούσαμε να πουλήσομε, γιατί ήξεραν οι Τούρκοι πως θα τα αφήναμε και θα φεύγαμε.
Σε δεκαπέντε μέρες πουλήσαμε αρκετά πράματα στα διάφορα παζάρια μας και οικονομήσαμε αρκετά χρήματα ώστε να νοικιάσομε ζώα για να κατεβούμε στο Μπαρτήν. Επιτροπή γι’ αυτή την έξοδο είχαμε τη δημογεροντία μέχρι την Πόλη.
Από το Μπαρτήν, ύστερα από τρεις μέρες, ήρθε ελληνικό βαπόρι και μας μετέφερε δωρεάν στην Πόλη. Εκεί ο καθένας έτρεξε να τρυπώσει κοντά σε κανέναν συγγενή ή φίλο του.
Μέσα στην Πόλη σκορπίσαμε. Χάσαμε την ενότητά μας σαν πρόσφυγες της Σαφράμπολης. Κάπου σαρανταπέντε οικογένειες, συγγενείς ή φίλοι, είχαμε επαφή μεταξύ μας και ζήσαμε μέσα στην Πόλη επί εννιά μήνες. Από πουθενά δεν είδαμε καμιά προστασία. Δουλεύαμε όπου μπορούσαμε για κανένα μεροκάματο και άμα δεν έφταναν τα χρήματα της δουλειάς συμπληρώναμε με τις λίγες οικονομίες που είχαμε. Μέσα στην Πόλη που μέναμε, είχαμε την ελπίδα μήπως κανονιστούν τα πράγματα και ξαναγυρίσομε πίσω. Γιατί αυτοί που έμεναν στην Πόλη και καλοζούσαν δεν είχαν κανένα σκοπό να έρθουν εδώ, όπως και δεν ήρθαν.
Μετά όμως από εννιά μήνες που τελείωσαν τα χρήματά μας, και βλέπαμε τις βαποριές Ελλήνων που φεύγανε για την Ελλάδα και περνούσαν από την Πόλη, κόψαμε κάθε ελπίδα και κοιτάζαμε μέσω του Πατριαρχείου να βρούμε δωρεάν κανένα μέσον για να ‘ρθουμε και ‘μεις στην Ελλάδα.
Έτσι κατορθώσαμε δωρεάν πάλι με ελληνικό βαπόρι να φθάσομε στη Θεσσαλονίκη και να μας βγάλουν στην Καλαμαριά. Εκεί μείναμε κάπου τρεις μήνες.
Η Καλαμαριά τότε ήταν γεμάτη προσφυγιά, και ο Ερυθρός Σταυρός τούς έντυνε και τους τάιζε. Μαζί με άλλους πρόσφυγες τουρκόφωνους, γιατί μ’ αυτούς συνεννοούμασταν καλύτερα, ήρθαμε στην Κοζάνη να δούμε μέρη για να φέρομε τις οικογένειές μας. Εγώ για καλύτερο χωριό βρήκα το Μαυροδένδρι, άλλοι βρήκαν άλλα χωριά. Τότε, με τις τόσες ταλαιπωρίες, μήπως είχαμε κουράγιο να απαιτήσομε και περισσότερα πράματα; Κοιτάζαμε πώς το συντομότερο να βάλομε το κεφάλι μας κάτω από μια σίγουρη στέγη και να ησυχάσει η ψυχή μας απ’ τη διαρκή αγωνία, τι θα γίνομε και που θα πάμε.
Έτσι, γύρισα πίσω στη Θεσσαλονίκη κι αμέσως πήρα τις οικογένειες από την Καλαμαριά, γιατί ήταν και αρρώστιες και είχαμε κι αυτό το φόβο. Με το τραίνο ήρθαμε στο Αμύνταιο και μετά με κάρα προσφύγων που ήρθαν νωρίτερα μας έφεραν στο Μαυροδένδρι Κοζάνης. Μείναμε μόνο τριάντα οικογένειες που ήρθαμε στο Μαυροδένδρι. Κι απ’ αυτές οι δεκαπέντε είναι από τη Σαφράμπολη και οι δεκαπέντε από το Γιαζίκιοϊ. Εμείς που ήρθαμε στο Μαυροδένδρι από τη Σαφράμπολη είμαστε συγγενολόγι μεταξύ μας.
Ησυχάσαμε σιγά σιγά και αρχίσαμε να δουλεύομε, γιατί μας έδωσαν χωράφια να καλλιεργήσομε και να ζήσομε ως γεωργοί πια.
Εγώ ήμουν χτίστης και δούλευα πάλι στο επάγγελμα, όπως μερικοί συγχωριανοί μου, και οι οικογένειές μας αγωνίζονταν με τα χωράφια. Μάθαμε εν τω μεταξύ πού πήγαν και οι άλλοι πατριώτες μας. Σκόρπισαν σε όλη την Ελλάδα οι Έλληνες της Σαφράμπολης. Αποκαταστάθηκαν στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λαμία, Βόλο, Έδεσσα, Βέροια, Γρεβενά, Νεάπολη Κοζάνης, Σκύδρα και εδώ.
____
• Το κείμενο, στο οποίο έχει διατηρηθεί η πρωτότυπη γραφή, βρίσκεται στην έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Η Έξοδος, τόμ. ΙΒ’, Μαρτυρίες από τον δυτικό παράλιο Πόντο και την Παφλαγονία. Επανέκδοση: εφ. Καθημερινή, σειρά «1922-2022 – Βιβλιοθήκη Μνήμης».
Διαβάστε περισσότερες μαρτυρίες στην ενότητα «Γενοκτονία» του pontosnews.gr.