Το 2014 επετράπη στις γυναίκες να γίνουν επίσκοποι στην Αγγλικανική Εκκλησία. Το 2025 η Ντέιμ Σάρα Μάλαλι είναι η πρώτη Αρχιεπίσκοπος – έχουν προηγηθεί 105 άνδρες.
Η 63χρονη πρώην (πλέον) επίσκοπος του Λονδίνου είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά.
Κατάγεται από το Σάρεϊ της Αγγλίας, και από το 1999 ως το 2004 ήταν επικεφαλής της νοσηλευτικής υπηρεσίας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Καταλαμβάνει τη θέση αυτή έναν χρόνο σχεδόν από τότε που ο πρώην πνευματικός ηγέτης της Αγγλικανικής Εκκλησίας Τζάστιν Γουέλμπι παραιτήθηκε από το αξίωμά του λόγω κακού χειρισμού σε σκάνδαλο σεξουαλικής κακοποίησης.
Hello, my name is Bishop Sarah Mullally.
I’m deeply honoured to have been called to serve as the 106th Archbishop of Canterbury.https://t.co/2FIJRUADZk pic.twitter.com/IqTgcfi7tp
— Archbishop of Canterbury (@OfficeofABC) October 3, 2025
«Μια ιστορική και χαρούμενη στιγμή»
Μιλώντας από τον καθεδρικό ναό του Καντέρμπουρι, η Ντέιμ Σάρα Μάλαλι τόνισε μεταξύ άλλων: «Μου είπαν ότι σήμερα θα γίνει πολύς λόγος για το ότι πρόκειται για μια ιστορική στιγμή και μια χαρούμενη στιγμή για πολλούς. Συμμερίζομαι μαζί σας αυτή τη χαρά, όχι όμως για τον εαυτό μου, αλλά για μια Εκκλησία που ακούει το κάλεσμα του Θεού και λέει: Ναι, θα σας ακολουθήσουμε».
Η νέα Αρχιεπίσκοπος υποσχέθηκε να υπηρετήσει ως «ποιμένας που θα επιτρέψει τις ιδιαιτερότητες όλων των ανθρώπων να ανθίσουν».
Δεν παρέλειψε δε να ευχαριστήσει «τις γυναίκες του κλήρου διαχρονικά για την υποστήριξη και την έμπνευσή τους».
Αντισημιτισμός, κακοποίηση και δύσκολες κοινωνικές συζητήσεις
Επιπλέον, έανε εκτενή αναφορά στη χθεσινή τρομοκρατική επίθεση στη συναγωγή στο Μάντσεστερ, καταδικάζοντάς την και λέγοντας πως πρόκειται για μια πράξη που «προωθεί το μίσος στις κοινότητές μας». Κάλεσε δε την Εκκλησία να σταθεί «στο πλευρό της εβραϊκής κοινότητας ενάντια στον αντισημιτισμό».
Αναφερόμενη στα μεγάλα κοινωνικά διλήμματα της εποχής, είπε πως «παλεύουμε με σύνθετα ηθικά και πολιτικά ζητήματα, όπως το δικαίωμα των ανίατων ασθενών στον υποβοηθούμενο θάνατο, τη μετανάστευση και τα δικαιώματα των προσφύγων που αναζητούν ασφάλεια, αλλά και τις πιέσεις που δέχονται καθημερινά οι παραμελημένες κοινότητες».
Δεν δίστασε να παραδεχθεί ότι η Εκκλησία απέτυχε στο ζήτημα της προστασίας των πολιτών, αφήνοντας –όπως χαρακτηριστικά τόνισε– μια «κληρονομιά βαθιάς πληγής και δυσπιστίας». Δεσμεύτηκε όμως για «σημαντική πολιτισμική αλλαγή».