Ελλάδα, μια ηττημένη χώρα. Το φθινόπωρο του 1922 βρίσκει το ελληνικό κράτος βαθιά ταπεινωμένο, με τη διακυβέρνηση στα χέρια του στρατιωτικού κινήματος και τα καραβάνια των προσφύγων να καταφτάνουν. Το μικρασιατικό μέτωπο είχε καταρρεύσει και τα στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ είχαν καταλάβει τις περιοχές της Μικράς Ασίας. Στη ρευστή ακόμα κατάσταση, η βρετανική διπλωματία φοβάται έναν ακόμα ελληνοτουρκικό πόλεμο – Γάλλοι και Ιταλοί έχουν ήδη από το 1921 συμφωνίες με την κεμαλική Τουρκία.
Προκειμένου να διατηρήσουν την ελευθερία της ναυσιπλοΐας στα Στενά, οι τρεις ευρωπαϊκές χώρες έκαναν και επισήμως συνομιλητή τον Μουσταφά Κεμάλ – η παρουσία του στη Στρατιωτική Σύσκεψη Ανακωχής στα Μουδανιά ήταν μια τεράστια επιτυχία, καθώς αντιμετωπιζόταν ως ο μόνος εκπρόσωπος της Τουρκίας.
Από την άλλη, η Ελλάδα προσκλήθηκε αργότερα, όταν οι βασικές αποφάσεις σχετικά με την αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Ανατολική Θράκη είχαν ήδη ληφθεί.
Ο Μουσταφά Κεμάλ απειλούσε με τη συνέχιση του πολέμου εάν δεν έπαιρνε την Ανατολική Θράκη, καθώς αποσκοπούσε στη χάραξη των δυτικών συνόρων της χώρας του στα όρια της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913), με την οποία τερματίστηκε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος.
Απώτερος στόχος του ήταν να δεσμευτούν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στη Δυτική Θράκη, με το οποίο θα αποφασιζόταν η τύχη της περιοχής που είχε περιέλθει σε ελληνικά χέρια με ειδική σύμβαση που εντάχθηκε στη Συνθήκη των Σεβρών (1920).
Η Έξοδος
Οι συνομιλίες στα ασιατικά παράλια της Θάλασσας του Μαρμαρά ξεκίνησαν στις 20 Σεπτεμβρίου/3 Οκτωβρίου 1922. Στις 28 Σεπτεμβρίου/11 Οκτωβρίου 1922 υπογράφτηκε από τους αντιπροσώπους των πέντε κρατών η Ανακωχή των Μουδανιών. Σύμφωνα με τους όρους, οι Έλληνες θα εγκατέλειπαν την Ανατολική Θράκη και θα αποσύρονταν δυτικά του ποταμού Έβρου. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θα αναλάμβαναν την εξουσία στις περιοχές που εκκενώνονταν και στη συνέχεια θα την παρέδιδαν στους Τούρκους. Για την εκκένωση δόθηκε περιθώριο ενός μήνα.
Η Έξοδος όμως των Ελλήνων είχε ήδη ξεκινήσει, προτού καν στεγνώσουν οι υπογραφές – από τις αρχές Οκτωβρίου, ακολουθώντας τους Έλληνες των παραλίων της Μ. Ασίας και των άλλων περιοχών της Ανατολίας.
Ουσιώδης διαφορά είναι ότι η εκκένωση πραγματοποιήθηκε με σχετική τάξη. Κοινές όμως οι ατελείωτες φάλαγγες ταλαιπωρημένων και γεμάτων αγωνία για το μέλλον τους ανθρώπων. Όσοι βρίσκονταν κοντά στα λιμάνια της Θάλασσας του Μαρμαρά, τη Ραιδεστό, τη Σηλυβρία κ.ά., γέμισαν ασφυκτικά τα πλοία που βρίσκονταν στην περιοχή για να παραλάβουν τους Έλληνες στρατιώτες.
Πάνω από 250.000 ήταν οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα.
Μια λογοτεχνική ματιά στο δράμα
Εκείνο τον Οκτώβριο του 1922, 23 χρονών ο ίδιος, Έρνεστ Χέμινγουεϊ βρισκόταν ως απεσταλμένος της καναδικής εφημερίδας Τhe Toronto Star Weekly στην Κωνσταντινούπολη και στην Ανατολική Θράκη. Ο μετέπειτα νομπελίστας Αμερικανός συγγραφέας με ευστοχία και ευαισθησία κατέγραψε το δράμα των Ελλήνων:
ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ. Έπειτα από μια ατελείωτη, κοπιαστική πορεία, ο χριστιανικός πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης πλημμυρίζει τους δρόμους που οδηγούν στη Μακεδονία. Το κυρίως σώμα της πομπής, που διασχίζει τον ποταμό Έβρο στην Αδριανούπολη, φτάνει τα τριάντα χιλιόμετρα. Τριάντα χιλιόμετρα με κάρα που τα σέρνουν βόδια, ταύροι και λασπωμένα βουβάλια, με εξουθενωμένους κατάκοπους άνδρες, γυναίκες και παιδιά να περπατούν στα τυφλά κάτω από τη βροχή, με τα κεφάλια τους σκεπασμένα με κουβέρτες, πλάι σε όσα από τα αγαθά τους κατάφεραν να διασώσουν.
Αυτό το κύριο σώμα της πομπής γεμίζει συνεχώς με κόσμο που καταφτάνει από τα βάθη της χώρας. Δεν ξέρουν πού πηγαίνουν. Μόλις άκουσαν ότι έρχονται οι Τούρκοι, εγκατέλειψαν τα αγροκτήματά τους, τα χωριά τους και τα θερισμένα χωράφια τους κι ενώθηκαν με το κύριο σώμα των προσφύγων. Τώρα, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να διατηρήσουν το βήμα τους σε αυτή τη θλιβερή πομπή, ενώ καταλασπωμένοι άνδρες του ελληνικού ιππικού προσπαθούν να τους κρατήσουν μέσα στο κοπάδι όπως οι βοσκοί που χτυπάνε τα βόδια τους με τη βίτσα.
Πρόκειται για μια σιωπηλή πομπή. Δεν ακούγεται ούτε άχνα. Είναι το μόνο που μπορούν να κάνουν για να μη σταματήσει η κίνηση.
Οι πανέμορφες χωριάτικες φορεσιές τους είναι μουσκεμένες και κουρελιασμένες. Κότες πέφτουν από τα κάρα και μπερδεύονται μέσα στα πόδια τους. Μόλις η κίνηση παύει, τα μοσχαράκια κουρνιάζουν κάτω από τις αγελάδες. Ένας ηλικιωμένος άνδρας περπατάει σκυφτός πλάι σ’ ένα μικρό γουρούνι, έχοντας στη ζώνη του περασμένα ένα δρεπάνι κι ένα όπλο, και πάνω στο δρεπάνι έχει δέσει μια κότα. Πάνω σε ένα από τα κάρα, ένας σύζυγος σκεπάζει μια έγκυο για να την προστατέψει απ’ τη βροχή. Είναι η μοναδική που κάνει κάποιο θόρυβο. Η μικρή της κόρη την κοιτάει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή συνεχίζει την πορεία της.
Στην Αδριανούπολη, απ’ όπου περνά το κυρίως σώμα της πομπής δεν υπάρχει καμία επιτροπή βοήθειας προσφύγων σαν κι αυτή της Μικράς Ασίας. Κάνουν πολύ καλή δουλειά στα παράλια της Ραιδεστού, αλλά ως εκεί.
Από την Ανατολική Θράκη μόνο, γύρω στις 250.000 χριστιανοί πρόσφυγες πρέπει να μετακινηθούν. Τα βουλγαρικά σύνορα είναι κλειστά γι’ αυτούς. Υπάρχει μόνον η Μακεδονία και η Δυτική Θράκη που μπορούν να δεχθούν τον καρπό της επιστροφής των Τούρκων στην Ευρώπη. Αυτή τη στιγμή στη Μακεδονία βρίσκονται σχεδόν πεντακόσιες χιλιάδες πρόσφυγες. Κανείς δεν γνωρίζει πώς θα τραφούν, τον επόμενο μήνα, όμως σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο θα εισακουστεί η κραυγή: «Ελάτε να μας βοηθήσετε στη Μακεδονία!».