Στα μέσα του 16ου αιώνα μια νέα εποχή ανέτειλε για τα μεταλλεία του Πόντου. Ο σουλτάνος Μουράτ Γ’ –γιος της Ελληνίδας Χασεκί Αφιφέ Νουρμπανού Βαλιντέ Σουλτάν, της Κάλης Καρτάνου δηλαδή που απήχθη σε μικρή ηλικία από την Κέρκυρα για να ενταχθεί στο χαρέμι του σουλτάνου Σελίμ Β’, πατέρα του Μουράτ– επισκέφτηκε την Αργυρούπολη και εκτίμησε τα μεταλλεία της ως εξέχουσας σημασίας πηγή για την οικονομία του οθωμανικού κράτους.
Ευθύς αμέσως εξέδωσε φιρμάνι (μαντέμι χουμαγιούν) με το οποίο χαρακτήριζε όλα τα μεταλλεία κρατική περιουσία που υπαγόταν στο θησαυροφυλάκιο του Σουλτάνου. Παράλληλα προχώρησε στα κάτωθι μέτρα:
• Αναγνώριζε κάθε μεταλλοφόρα περιοχή ως προνομιούχα (μπεϊλατζίκ) και απάλλασσε τους κατοίκους της από φόρους και αγγαρείες.
• Απομάκρυνε τους τοπικούς Τούρκους αγάδες από την εποπτεία των μεταλλείων και διόρισε κυβερνητικούς υπαλλήλους τους λεγόμενους «εμινέδες».
• Προφύλαξε τα παιδιά των μεταλλουργών, καθώς με εντολή του απαγόρευε στις πολιτικές και στρατιωτικές Αρχές να προβαίνουν στη βίαιη απαγωγή και τη μετατροπή τους σε γενίτσαρους.
• Χορήγησε άδεια ίδρυσης νομισματοκοπείου (νταρμπί χανέ) στην Αργυρούπολη.
• Όρισε Έλληνες γενικούς διευθυντές όλων των μεταλλείων της Τουρκίας.
• Σύστησε τα περίφημα τάγματα των μπαλτατζήδων (αξινοφόρων) αποτελούμενα από Έλληνες τα οποία σε καιρό ειρήνης προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στα μεταλλεία (κοπή ξυλείας για την στήριξη των στοών) και σε καιρό πολέμου υπηρετούσαν στο στρατό του Σουλτάνου.
Η ιεραρχική δομή των μεταλλείων
Επικεφαλής του μεταλλείου ήταν ο μαντέν εμίνης, δηλαδή ο γενικός επόπτης. Το αξίωμα αυτό δινόταν αποκλειστικά σε Τούρκους έμπιστους της Υψηλής Πύλης. Κάθε μεταλλείο είχε τον δικό του επόπτη, και ανώτερος όλων ήταν αυτός της Αργυρούπολης.
Ακριβώς κάτω από τον μαντέν εμινέ βρίσκονταν στην ιεραρχία ο μαντεντζήμπασης ή ουστάμπασης, δηλαδή ο αρχιμεταλλουργός.
Το αξίωμα αυτό δινόταν αποκλειστικά σε Έλληνες με εμπειρία στην τεχνική της μεταλλουργίας (ήταν κάτι σαν μηχανικοί), οι οποίοι απολάμβαναν πολλά προνόμια και την εύνοια του σουλτάνου. Τα καθήκοντά τους ήταν η εξεύρεση και η εξόρυξη ορυκτών, η πρόσληψη εργατικού προσωπικού, η εκκαμίνευση του μεταλλεύματος και η ομαλή λειτουργία / χρηστή διαχείριση του μεταλλείου.
Οι εργάτες των μεταλλείων λέγονταν μαντεντζήδες, ήταν και αυτοί αποκλειστικά μόνο Έλληνες καθώς αφενός μεν ήταν δύσκολη δουλειά αφετέρου δε οι Τούρκοι θεωρούσαν υποτιμητικό να δουλεύουν στα έγκατα της γης με αυτές τις συνθήκες. Οι λατόμοι, αυτοί που έσπαγαν τις πέτρες, λέγονταν τσαουλτζήδες. Οι γαλτζήδες αναλάμβαναν τον καθαρισμό των μεταλλευμάτων από την σκόνη και τις ξένες ουσίες (μέσω της πλύσης τους) και ήταν αυτοί που έστελναν το υλικό στην Αργυρούπολη για την τήξη. Γνωστοί γαλτζήδες ήταν οι Κρωμναίοι! Από την άλλη πλευρά οι Ιμεραίοι και οι Σανταίοι διακρίνονταν ως παραστάτες, οι οποίοι είχαν έργο τη διάλυση των μεταλλευμάτων και την επιτήρηση της εκκαμίνευσης. Τέλος, οι μπαλτατζήδες –που ήδη έχουν αναφερθεί– ήταν μια ομάδα εργασίας κατά τα πρότυπα των βυζαντινών στρατιωτικών ταγμάτων.
Άξιο αναφοράς είναι πως πολλά επίθετα από τα μεταλλουργικά αυτά επαγγέλματα έχουν επιβιώσει ακόμα και στις ημέρες μας, γεγονός που αποδεικνύει την καταγωγή αυτών που τα φέρουν. Στο Κιλκίς π.χ. –περιοχή όπου βρήκαν νέα πατρίδα πολλοί πρόσφυγες από το Καρς1– ακούς συχνά επίθετα όπως Παραστατίδης (μάλιστα εκπρόσωπος του Κιλκίς στο Ελληνικό Κοινοβούλιο φέρει αυτό το όνομα), Ουσταμπασίδης, Μπαλτατζίδης κτλ.
Το τελετουργικό του διορισμού του αρχιμεταλλουργού (ουστάμπαση)
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ειδική τελετή ανάθεσης του αξιώματος του αρχιμεταλλουργού από τον ίδιο τον σουλτάνο όπως την διασώζει ο μεγάλος Αργυρουπολίτης των γραμμάτων Γεώργιος Κανδηλάπτης (Κάνις): Στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού συνέρχονταν οι αρχιμεταλλουργοί, ο υπουργός Οικονομικών του οθωμανικού κράτους, ο διευθυντής του Θησαυροφυλακίου και ο αρχιευνούχος. Κάθονταν όλοι γύρω από μια τράπεζα, πάνω στην οποία ήταν τοποθετημένα μια μηλωτή (πανωφόρι από δέρμα προβάτου ή κριαριού), ένα ξίφος και πλούσια δώρα που προορίζονταν για το πρόσωπο το οποίο θα διοριζόταν ως αρχιμεταλλουργός.
Ο σουλτάνος παρακολουθούσε την όλη διαδικασία πίσω από ένα δικτυωτό παραπέτασμα. Ένας από τους προαναφερθέντες επισήμους ανακοίνωνε: «Ευδοκία του των Βασιλέων Βασιλέως και αυτοκράτορος διωρισθείς Γενικός Αρχιμεταλλουργός». Συγχρόνως έριχνε τη μηλωτή στους ώμους του νέου αρχιμεταλλουργού, και όλοι οι συμμετέχοντες σε ένδειξη αναγνώρισης έκλιναν το γόνυ και υπέβαλλαν τα συγχαρητήριά τους.
Κατόπιν ο αρχιευνούχος παραλάμβανε τον αρχιμεταλλουργό ντυμένο με την ειδική επίσημη στολή του που έφερε τα χρυσά σήματα του σφυριού, του μοχλού, και της θρυαλλίδας, και τον οδηγούσε στην αίθουσα του θρόνου.
Ο ευνούχος διέταζε τον αρχιμεταλλουργό να πέσει στα γόνατα γιατί επρόκειτο να συναντήσει τη «σκιά του Προφήτη», που δεν ήταν άλλος από τον σουλτάνο. Ο αρχιμεταλλουργός έρποντας, στην κυριολεξία, περνώντας χρυσοΰφαντα παραπετάσματα, έφτανε στην αίθουσα του θρόνου και εκεί με σκυμμένο το κεφάλι έλεγε τα παρακάτω λόγια:
«Μεγαλειότατε, Κραταιότατε, Μεγάλε αρχηγέ του Ισλάμ, Φως των Πιστών, Στύλε της Οικουμένης, Ευσπλαγχνικώτατε πατισάχ!2 Ας είναι η δόξα σου υπεράνω των αστέρων του ουρανού, η δύναμη σου υπεράνθρωπη, το ξίφος σου αμφίστομο, ο στρατός σου αήττητος, η αρμάδα σου ακατανίκητη και η ζωή σου αιώνια! Προσκυνώ και έρπω σαν το σκουλήκι στα πόδια σου τα ιερά. Ευχαριστώ από βάθους ψυχής, γιατί ακούς την φωνή ενός ζωυφίου μέσα στην πόλη αυτή της ευδαιμονίας, σ’ αυτόν τον δεύτερο παράδεισο».
Αν ο σουλτάνος είχε «τις καλές του», άνοιγαν τα παραπετάσματα και έλεγε στον αρχιμεταλλουργό «καλκ», δηλαδή σήκω.
Τότε ο αρχιμεταλλουργός σηκωνόταν και πλησίαζε τον σουλτάνο, ο οποίος τον χτυπούσε με το χέρι του στον ώμο λέγοντάς του «Χάιντε, φύγε και δούλεψε τίμια, αν θέλεις να κρατάς το κεφάλι σου πάνω στους ώμους σου». Ακολουθούσε επίσημο δείπνο, ενώ ο σουλτάνος υπέγραφε το φιρμάνι του διορισμού απονέμοντας στον αρχιμεταλλουργό τον τίτλο του «αγά». Ο τίτλος αυτός δεν ήταν τυχαίος, δεν δινόταν σε ελληνικής καταγωγής άτομα, παρ’ όλα αυτά τον έφεραν ο Άρχων Γενίτσαρος και ο Μέγας Διερμηνεύς (δραγουμάνος).3
Ο ράφτης του παλατιού κεντούσε με πολύτιμα πετράδια το χέρι του σουλτάνου στο πανωφόρι του αρχιμεταλλουργού. Η απεικόνιση είχε σκοπό να θυμίζει σε όλους την κίνηση του σουλτάνου για τον υπάλληλό του, αλλά και στον ίδιο τον αρχιμεταλλουργό πως ήταν υπάλληλος του σουλτάνου. Τέτοιες μεγάλες σουλτανικές τιμές αξιώθηκαν μόνο τρεις αρχιμεταλλουργοί: ο Ιγνάτιος Σαρασίτης, ο Γρηγόρης Κιουτζούκ Ουστά από την Αργυρούπολη και ο Θωμάς Τσιπόγλου από την Τσίτη. Συνηθιζόταν στην ευρύτερη περιοχή της Αργυρούπολης με τη γέννηση του αγοριού να λέγεται η ευχή «Άξιος μπαλτατζήμπασης». Ας μην μας φαίνεται περίεργο. Πριν από κάμποσες δεκαετίες στην Πελοπόννησο συνήθιζαν να εύχονται κάτι ανάλογο με την γέννηση παιδιών: «άντε και δημόσιος υπάλληλος»!
Τέλος, αν και σε όλους μας προκαλεί εντύπωση και ίσως απέχθεια το τυπικό αναγόρευσης του αρχιμεταλλουργού και η καταρράκωση κάθε έννοιας ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ας προσπαθήσουμε να το κατανοήσουμε οριοθετώντας την εποχή και τις συνθήκες της και μη λησμονώντας την τεράστια προσφορά των αρχιμεταλλουργών στα γράμματα και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία του Πόντου!