Προσφυγομάνα. Αυτός είναι ένας χαρακτηρισμός για τη Θεσσαλονίκη, που υποδηλώνει μια μητρική αγκαλιά για τους ξεριζωμένους, για να βρουν τη φροντίδα ώστε να ξανασταθούν στα πόδια τους. Αυτή είναι και μια… ρομαντική θεώρηση της Ιστορίας.
Γιατί η υποχρεωτική καραντίνα και η προσωρινή στέγαση στα Απολυμαντήρια της Καλαμαριάς, με το διαλυμένο και βαθιά διχασμένο κράτος να πρέπει να αντιμετωπίσει το οξύ πρόβλημα της αποκατάστασης, ιδίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη Ανταλλαγή, δεν είχε τίποτα το ρομαντικό. Αντιθέτως.
Η ιστορικός Ελένη Ιωαννίδου¹ αναφέρει:
«Από τον Σεπτέμβριο του 1922, η Καλαμαριά απέκτησε και πάλι το ρόλο του προσωρινού κέντρου περίθαλψης και του βασικού διαμετακομιστικού σταθμού προσφύγων, πριν από την προώθησή τους στην ύπαιθρο χώρα της Μακεδονίας. Αυτό το χρονικό σημείο σηματοδότησε, ταυτόχρονα, την ίδρυση των μόνιμων προσφυγικών οικισμών στην περιοχή και ουσιαστικά την έναρξη της ιστορίας της.
»[…] Δεν είναι δυνατό να υπολογιστεί ο αριθμός των προσφύγων που πέρασαν από το απολυμαντήριο και τους θαλάμους της Καλαμαριάς, βρίσκοντας κατάλυμα για μερικούς μήνες ή χρόνια: Κυνηγημένοι, εξαθλιωμένοι και άρρωστοι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, το φθινόπωρο του 1922.
»[…] Στους ξύλινους θαλάμους συστεγάζονταν πολλές οικογένειες, διαχωρίζοντας τα ελάχιστα τετραγωνικά που τους αναλογούσαν με κουβέρτες, χαλιά, τσουβάλια και εφημερίδες. Η απώλεια της ιδιωτικής ζωής αποτέλεσε το ελάχιστο πρόβλημα σε αυτές τις ιδιότυπες κατοικίες. Συχνότατα οι οροφές ήταν τρύπιες και όταν έβρεχε, οι χώροι πλημμύριζαν. Το χειμώνα οι κάτοικοι υπέφεραν από το ψύχος και το καλοκαίρι από την υπερθέρμανση. Τρωκτικά και έντομα ήταν μόνιμη πηγή ακαθαρσίας και ταλαιπωρίας, ενώ τα εύφλεκτα υλικά, τα καντήλια και τα μαγκάλια ευνοούσαν την εκδήλωση πυρκαγιάς.
»Αρκετοί θάλαμοι κάηκαν, αφήνοντας άστεγους τους κατοίκους τους. Τα 150 στρατιωτικά παραπήγματα αποδείχθηκαν ανεπαρκή».
Ο πρόεδρος του Συνδέσμου «Ένωσις Καλαμαριάς» Νίκος Γεωργιάδης δήλωνε στην εφημερίδα Μακεδονικά Νέα² στις 8 Ιουλίου 1924:
«Χθες ώραν 1 μ.μ. κατέπεσεν η σκεπή του θαλάμου αρ.96 βάρος 3 χιλ. κεράμων περίπου, όπου κατοικούσαν περί τας επτά οικογενείας ευτυχώς οι περισσότεροι ευρίσκοντο έξω και έτσι ετραυματίσθησαν δύο μόνο γυναίκες η Μελάνα Εξιζίδου και η νύμφη της Αναστασία αμφότεραι εκ Καυκάσου. Το γεγονός αναστάτωσε τους κατοίκους της Καλαμαριάς.
»Εφόσον δεν θα εξακολουθήση η παρούσα αδιαφορία των αρχών στο προσεχές μέλλον και προ παντός τον χειμώνα με τον Βαρδάρη και τες πολλές βροχές θα έχομεν να θρηνήσωμεν πολλά θύματα, διότι όλοι οι θάλαμοι είνε ετοιμόρροποι και τότε θα είνε πλέον αργά και ανεπανόρθωτοι αι συμφοραί. Και έτσι οι Καλαμαριώται κοντά στες λάσπες και το κρύο του χειμώνα έχουν και ένα χάρισμα επιπλέον· τον κίνδυνον του θανάτου κάτω από τα ερείπια των θαλάμων προς τιμήν και έπαινον των αρχών.
»Ως πότε θα εξακολουθήση ο εμπαιγμός αυτός των προσφύγων με τας καθημερινάς υποσχέσεις και τα επί του χάρτου νομοσχέδια; Καιρός πλέον να παύσουν όλα αυτά και να αρχίσουν να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, εφόσον το επιτρέπει ο καιρός. Άλλως τον χειμώνα θα ευρεθούμε προ λυπηρών γεγονότων».
Το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1922-3 στα Απολυμαντήρια της Καλαμαριάς βρήκαν προσωρινή στέγη πρόσφυγες από: Ικόνιο, Χηλή, Μεγάλο Ρεύμα, Μουδανιά, Μαρμαράς, Κίος, Προύσσα, Μενεμένη, Κρήνη, Τούζλα, Πρίγκηπος, Καλλικράτεια, Τσινάρ, Αϊδίνι, Φώκαια, Κορδελιό, Αλάτσατα, Ουσάκ, Καισάρεια, Πάνορμος, Άγκυρα, Πέργαμος, Τρίγλια, Φιλαδέλφεια, Μοσχονήσια, Βρύουλα, Αττάλεια, Σεβδίκιοϊ, Νίγδη, Μαγνησία, Άγιος Στέφανος, Εσκί Σεχίρ, Μάλτεπε, Σώκια, Κουσάντασι, Παντείχιο και Τσινάρ.
«Η Μικρασιατική Καταστροφή στέρησε πολλές οικογένειες από τους άντρες τους. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι γυναίκες ανέλαβαν εργασία και τη θέση του προστάτη της οικογένειας, αλλάζοντας τον κοινωνικό τους ρόλο» παρατηρεί η Ελένη Ιωαννίδου.
Η μητέρα της Αικατερίνης Κωφίδου έφτασε στην Καλαμαριά από την Κιουτάχεια· ήταν 7 χρονών και είχε μονάχα τη μητέρα και την αδελφή της, μιας και ο πατέρας της οικογένειας βρισκόταν στην εξορία. Τη μαρτυρία της κατέγραψε η Μαριάννα Γραφάκου³, στη διπλωματική της για την αποκατάσταση των προσφύγων από την Κιουτάχεια:
«Τους κατέβασαν στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη, στην Καλαμαριά. Εκεί τους έβαλαν σε παράγκες. Τους έδιναν συσσίτιο, τους έδωσαν αναλόγως τα άτομα κουβέρτες. Την γράψαν τη μαμά μου λίγο μεγαλύτερη στην ηλικία για να πάρει μεγάλη κουβέρτα, και εκεί η θεία μου για να επιβιώσει είχε βρει μια καραβάνα στρατού, ζέσταινε νερό. Εκεί κοντά πρέπει να είχε στρατόπεδο, πήγαιναν, έπαιρναν τα ρούχα των φαντάρων τα έπλεναν, για να βγάλουν κανά φράγκο.
»Εκεί ήρθε ύστερα ένας παπάς, το όνομα του δεν το ξέρω, λέγανε “ουζούμ παπάς”, ο ψηλός παπάς. Και τους είπε: “Θα σας πάω στην Φλώρινα, θα σας δώσω σπίτια, θα σας δώσω ξύλα, θα σας δώσω ρούχα, φαγητά”, και έτσι κοιτάζανε οι μεγάλοι άμα θα πάνε και αποφάσισαν κάποιες οικογένειες και ξεκινήσαν ήρθαν στη Φλώρινα.
»Κάνα δυο-τρεις μήνες μείνανε [σ.σ. στην Καλαμαριά], γιατί άρχισε ύστερα ο χειμώνας. Και όταν ήρθαν εδώ [σ.σ. στη Φλώρινα] τα σπίτια ήταν το ένα πάνω στο άλλο, ένα κρύο, ένα χιόνι το μετάνιωσαν, αλλά ήταν πολύ αργά».