Ανάμεσα στις Σταυροπηγιακές Μονές του Πόντου η πιο αδικημένη, η λιγότερο γνωστή μετά την Παναγία Σουμελά, τον Άγιο Γεώργιο τον Περιστερεώτα και τον Άγιο Ιωάννη τον Βαζελώνα, είναι αυτή της Παναγίας Γουμερά. Πολλοί αγνοούν την ύπαρξή της – κι όμως, υπήρξε σπουδαίο κέντρο της Χαλδίας στον Πόντο.
Η Μονή Παναγίας Γουμερά στην Τσίτη της Μεσοχαλδίας Πόντου
Η ίδρυση της μονής ανάγεται στον 10ο αιώνα. Κατείχε πλούσια βιβλιοθήκη και ανάμεσα στα πολύτιμα αποκτήματα που αποθησαύριζε συγκαταλέγονταν αρχαία χειρόγραφα έργων του Αριστοτέλη¹!
Με πατριαρχικό σιγίλλιο του εθνομάρτυρα Γρηγορίου του Ε’, η μονή ανακηρύχτηκε Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική το έτος 1808. Μερικά χρόνια αργότερα, το 1827, το Πατριαρχείο με νέο σιγίλλιο –για άγνωστους λόγους– μετατρέπει τη μονή σε ενοριακή, εξαρτημένη από τη Μητρόπολη Χαλδίας.
Το περιώνυμο Μοναστήρι της Γουμερά ήταν «σκαρφαλωμένο» στο όρος Κάγκανα, στο ύψωμα Καστέλ.
Σε μικρή απόσταση υπήρχαν ερείπια παλιού αυτοκρατορικού κτίσματος. Απέναντι φαινόταν το γεφύρι της Τσίτης, παραπόταμου του Κάνι ποταμού, ο οποίος παραπόταμος έδωσε την ονομασία στην ευρύτερη περιοχή και στο ομώνυμο χωριό. Το μοναστήρι ήταν γνωστό και ως «τη Τσίτες το μαναστήρ’», ή «τη Τσίτες η Παναΐα». Από την κορυφή άλλου βράχου πλησίον της μονής ο Άγιος Κήρυκος με το ομώνυμο ανεμοδαρμένο του παρεκκλήσι διαφέντευε την περιοχή. Αγριοφουντουκιές, λεύκες και σφένδαμοι στόλιζαν τις απόκρημνες πλαγιές.
Σύμφωνα με τον Θ.Κ. Θεοφυλάκτου, «η περιφέρεια της μονής, με ανθούντα ελληνισμόν, ήτο μία από τας πολύ προηγμένας εις παιδείαν περιφερείας του Πόντου».
Και συνεχίζει να μας πληροφορεί για το μοναστήρι της γενέτειράς του (Τσίτη Αργυρούπολης) περήφανος για αυτήν, ο μεγάλος Πόντιος ευπατρίδης: «[…] Παρασκεύαζαν καθημερινώς την περίφημη πατροπαράδοτη σούπα με πασκιτάν [τανομένον σουρβάν] τας καθημερινάς ημέρας, ή φασόλια με κορκότο τας νηστησίμους. Οι διαβάται εφιλοξενούντο και διανυκτέρευον πολλάκις, τινές δε εφιλοδώρουν τους μοναχούς. Προσκυνηταί επί τούτο ερχόμενοι άφηναν ταξίματα εις την μονήν εις μνήμην των ιδικών των. Τα είδη των τροφίμων που εξοδεύοντο εμάζευον οι καλόγεροι από τα χωριά κατά την συγκομιδήν εκάστης εσοδείας, επισκεπτόμενοι αυτά».
Περίφημα ήταν τα «ξινά», τα τουρσιά δηλαδή, που παρασκευάζονταν από τους μοναχούς, με λάχανα, πιρπιρίμια και σέφτελα το χειμώνα και τεύτλα το καλοκαίρι. Τα είδη αυτά καλλιεργούνταν από τους μοναχούς στους κήπους της μονής τους. Περιζήτητο εξάλλου ήταν και το περίφημο κρασί που παρήγαγαν οι καλόγεροι, το οποίο προμήθευαν σε όλα τα γύρω χωριά για να αξιοποιηθεί ως νάμα στη Θεία Λειτουργία.
Στη μονή, και συγκεκριμένα στο νέο κτήριο του ηγουμενείου, λειτούργησε το φημισμένο «Λύκειο της Γουμεράς».
Υπήρχαν δύο εκκλησίες της Παναγίας. Η αρχαιότερη ήταν αφιερωμένη στο Γενέσιον της Θεοτόκου, στο υπέρθυρο της οποίας σωζόταν μέχρι το 1903 επιγραφή που επιβεβαίωνε την αρχαιότητα του μοναστηριού. Ο ναός διέθετε γλυπτό τέμπλο κεκοσμημένο με σεντέφι² και ασήμι.
Το 1830, προφανώς λόγω της ακμής του μοναστηριού, οικοδομήθηκε και δεύτερος μεγαλύτερος ναός (καθολικό) βυζαντινού ρυθμού, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ο νέος ναός δεν διέθετε κωδωνοστάσιο³. Οι τέσσερις μεγάλες ρωσικές καμπάνες του κρέμονταν από την αριστερή πλευρά του πολύστυλου νάρθηκα.
Σύμφωνα με θρύλο, θάφτηκαν από κατοίκους της Τσίτης σε κρυφό σημείο κατά τον εκτοπισμό των Ελλήνων και τα γεγονότα της Γενοκτονίας, με σκοπό να μην πέσουν και αυτές στα χέρια των Τούρκων πλιατσικολόγων.
Η νέα μονή Παναγίας Γουμερά στη Μακρυνίτσα του νομού Σερρών
Στους πρόποδες του όρους Κερκίνη (Μπέλλες), σε υψόμετρο 400 μέτρων, βρίσκεται ένα πανέμορφο χωριό με παραδοσιακά μακεδονίτικα σπίτια, δημόσιες βρύσες και πολλά πλατάνια. Πρόκειται για τη Μακρυνίτσα Σερρών που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την συνονόματή της Μακρυνίτσα του Πηλίου! Εκεί εγκαταστάθηκαν Πόντιοι πρόσφυγες από την περιοχή της Χαλδίας του Πόντου.
Παίρνοντας το ανηφορικό δρομάκι που οδηγεί στο υψηλότερο σημείο του κατοικημένου οικισμού, συναντήσαμε την πύλη της νέας Μονής Παναγίας Γουμερά. Με ένα πλατύ χαμόγελο, λέγοντας «ευλογείτε», μας υποδέχτηκε ο μοναχός-διάκος πατήρ Χριστόδουλος, ο οποίος μας οδήγησε στο καθολικό της μονής όπου φυλάσσεται η εικόνα της Παναγίας Γουμερά που έφεραν οι πρόσφυγες από την Τσίτη του Πόντου.
Δέος και ένα αίσθημα αγαλλίασης και ηρεμίας μας κατέλαβε αντικρίζοντας την Παναγία από τον Πόντο. Ίδιο αίσθημα με αυτό που είχαμε ως προσκυνητές της εικόνας της Παναγίας Σουμελά.
Οι Παναγίες του Πόντου επιδαψιλεύουν τη χάρη τους σε όποιον τις προσεγγίσει με ευλάβεια. Όταν δε η καταγωγή των προσκυνητών είναι από την ίδια περιοχή (της Χαλδίας-Αργυρούπολης), τότε το αίσθημα αυτό βιώνεται πιο έντονα!
Η εικόνα της Παναγίας Γουμερά ακολουθεί τον εικονογραφικό τύπο της Παναγίας Οδηγήτριας. Χρονολογείται από τον 19ο αι και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι ο έντονος γαλάζιος κάμπος (το φόντο). Μαζί με το ευαγγέλιο του 18ου αιώνα που φυλάσσεται στη Μητρόπολη Σιδηροκάστρου, είναι τα μοναδικά κειμήλια της παλαίφατης μονής τα οποία έχουν διασωθεί και μεταφερθεί στην Ελλάδα.
Μετά το καθιερωμένο κέρασμα με λουκούμι και νερό από την πηγή, είχαμε την ευλογία να μιλήσουμε με τον ηγούμενο της μονής, αρχιμανδρίτη Βαρθολομαίο. Η νέα μονή της Παναγίας Γουμερά –σε αντίθεση με τα άλλα ανιστορημένα Σταυροπηγιακά μοναστήρια– δεν είναι ίδρυμα, αλλά είναι ένα ζωντανό μοναστήρι που ακολουθεί το αγιορείτικο τυπικό, τελεί ημερονύχτιες ακολουθίες και κάθε Κυριακή ανοίγει τις πύλες του για τους προσκυνητές ώστε να τελεστεί μαζί με το χριστεπώνυμο πλήθος η Θεία Λειτουργία.
Ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Σιδηροκάστρου με μητροπολίτη τον κ. Μακάριο. Ο γέροντας Βαρθολομαίος είναι πνευματικός (εξομολογεί) και ιδιαίτερα αγαπητός σε νέους ανθρώπους, όπως διαπιστώσαμε κατά την παραμονή μας στο μοναστήρι.
Κατάγεται από τη Μεσσήνη της Μεσσηνίας. Μετά από πολύχρονη παραμονή στη Μονή Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους, όπου είχε την ευλογία να γνωρίσει και να συναγελαστεί τον Άγιο Παΐσιο, έλαβε από τον γέροντά του, ηγούμενο της μονής, την εντολή να αναλάβει να «αναστήσει» το μοναστήρι της Γουμεράς στη Μακρυνίτσα.
Στην ερώτησή μας εάν είχε πρωτύτερα κάποια επαφή με τον Πόντο και εάν γνώριζε τα γεγονότα της Γενοκτονίας, μας απάντησε αρνητικά. Είχε ακούσει λίγα πράγματα. Βρέθηκε ένας Καλαματιανός ανάμεσα σε Πόντιους, όπως χαρακτηριστικά μας είπε χαριτολογώντας. Το μεταπτυχιακό του όμως στο ΑΠΘ είχε σχέση με την Μικρά Ασία και τίτλο: «Τα μετόχια της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου στην Ίμβρο και την Προικόννησο».
Όπως ο ίδιος μας είπε, ευγενής του πόθος είναι να μεταβεί στον Πόντο και να προσκυνήσει την παλαίφατο Μονή. Του το ευχόμαστε ολόψυχα και στηρίζουμε το τιτάνιο έργο της Μητρόπολης Σιδηροκάστρου που αφορά την αναβίωση της ιστορικής μας μονής.
Αλεξία Ιωαννίδου