Η ποντιακή διάλεκτος, ως μία από τις σημαντικότερες ποικιλίες της ελληνικής, αποτελεί ιδιαίτερο πεδίο κοινωνιογλωσσολογικής ανάλυσης. Η κατάστασή της σήμερα μπορεί να ερμηνευθεί μέσα από εργαλεία όπως η θεωρία της γλωσσικής ζωτικότητας, η διγλωσσία, οι γλωσσικές στάσεις, η επαφή και μίξη γλωσσών, αλλά και η επιτέλεση ταυτότητας μέσα από τον πολιτισμό και τις νέες μορφές κοινοτικής δράσης.
Από την πλευρά της δημογραφικής κατάστασης, η ποντιακή χαρακτηρίζεται διεθνώς ως απειλούμενη, με περιορισμένη διαγενεακή μετάδοση.
Ερευνητικά αποθετήρια και η UNESCO συμφωνούν πως οι φυσικοί ομιλητές μειώνονται, ενώ σε κοινότητες του βορειοανατολικού Πόντου η συγγενής ποικιλία των ρωμαίικων εμφανίζει εξαιρετικά χαμηλή ζωτικότητα, με την τουρκική να κυριαρχεί στην καθημερινή χρήση. Στην Ελλάδα, αν και μεγάλα τμήματα του πληθυσμού έχουν κάποια επαφή με την ποντιακή, η ενεργή χρήση της περιορίζεται στους μεγαλύτερους σε ηλικία, ενώ οι νεότερες γενιές την προσεγγίζουν κυρίως μέσα από το πολιτισμικό και εθιμικό της βάρος.
Η τομεακή κατανομή της γλώσσας δείχνει ότι στην επίσημη δημόσια σφαίρα –εκπαίδευση, εργασία, διοίκηση– κυριαρχεί η Κοινή Νεοελληνική. Η ποντιακή χρησιμοποιείται σε οικογενειακά και κοινοτικά περιβάλλοντα, σε πολιτιστικά σωματεία, σε γιορτές και τελετές, συχνά με τρόπο που λειτουργεί περισσότερο ως εμβληματικός δείκτης ταυτότητας παρά ως πλήρες εργαλείο επικοινωνίας. Αντίστοιχα, στις ποντιακές κοινότητες της Τουρκίας, τα ρωμαίικα μιλούνται μόνο σε ανεπίσημα περιβάλλοντα, ενώ η δημόσια σφαίρα ανήκει στην τουρκική.
Οι γλωσσικές στάσεις απέναντι στην ποντιακή υπήρξαν αντιφατικές.
Επί πολλές δεκαετίες η κρατική και εκπαιδευτική πολιτική προώθησε την Κοινή ως μοναδικό πρότυπο, με αποτέλεσμα οι Πόντιοι να νιώθουν συχνά αμηχανία ή ανασφάλεια απέναντι στη διάλεκτό τους. Ωστόσο, στο πεδίο της πολιτισμικής μνήμης και υπερηφάνειας η ποντιακή κατέχει κεντρική θέση. Σήμερα παρατηρείται μια ανακατασκευή θετικού κύρους κυρίως μέσα από τη μουσική, το θέατρο, τα φεστιβάλ και τα ψηφιακά μέσα, αν και υπάρχει ο κίνδυνος να μετατραπεί σε καρικατούρα μέσα από το χιούμορ και τα στερεότυπα, που την περιορίζουν σε συμβολικές χρήσεις.
Η ποντιακή υπήρξε ανέκαθεν γλώσσα σε συνεχή επαφή με άλλες. Οι δανεισμοί από την τουρκική και τις καυκασικές γλώσσες είναι έντονοι, ενώ στη διασπορά η γλώσσα συνδιαλέγεται με τα ρωσικά, τα κυπριακά και άλλα ιδιώματα (σε περιοχές όπως η Καρπασία έχουν τεκμηριωθεί υβριδικά μοτίβα ποντιακής και κυπριακής). Στα ρωμαίικα του Πόντου διατηρούνται αρχαϊκά στοιχεία της ελληνικής, όπως η χρήση απαρεμφάτου, γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα πολύτιμα για τη μελέτη της ιστορίας της γλώσσας, αν και κοινωνικά βρίσκονται σε οριακό σημείο εξαφάνισης.
Η χρήση της ποντιακής σε μουσικά και τελετουργικά δρώμενα –στη λύρα, στα τραγούδια, στα θεατρικά σκετς και στα αφηγηματικά είδη– αποτελεί βασικό πεδίο επιτέλεσης της ποντιακής ταυτότητας. Ακόμη και όταν η καθημερινή ικανότητα φθίνει, η τελετουργική αναπαραγωγή διατηρεί τη γλώσσα ζωντανή στο συλλογικό φαντασιακό. Έτσι, η διάλεκτος παραμένει μέσο επιβεβαίωσης του «ποιοι είμαστε», έστω και αν δεν λειτουργεί πάντα ως πλήρες επικοινωνιακό εργαλείο.
Οι περιστάσεις χρήσης της ποντιακής είναι ενδεικτικά οι εξής:
• Συνομιλία μεταξύ ατόμων ποντιακής καταγωγής που ήρθαν την τελευταία εικοσαετία από την πρώην Σοβιετική Ένωση.
• Συνομιλία νεότερων με άτομα ποντιακής καταγωγής, τα οποία δεν γνωρίζουν τη νεοελληνική.
• Αφήγηση διηγήσεων και παραμυθιών ποντιακής προέλευσης προς ακροατές που γνωρίζουν, έστω και παθητικά, την ποντιακή.
• Συζήτηση μεταξύ συγγενών και φίλων ποντιακής καταγωγής σε φιλικές συναντήσεις (ονομαστικές γιορτές, γάμοι κτλ.).
• Σπανιότατα σε δημόσιες συγκεντρώσεις και μόνο για ποντιακού ενδιαφέροντος θέματα.
• Διαφημίσεις ποντιακού ενδιαφέροντος από το ραδιόφωνο.
Να σημειωθεί ότι όλες οι παραπάνω περιπτώσεις και περιστάσεις επικοινωνίας απαντούν στον προφορικό λόγο. Ο γραπτός λόγος στην ποντιακή ως μέσο επικοινωνίας σπανίζει (σποραδικά στα viber, whatsapp).
Η εικόνα διαφοροποιείται σημαντικά στις διάφορες περιοχές. Στην Ελλάδα η ποντιακή είναι κυρίως κατανοητή και μερικώς ενεργή στους μεσήλικες, ενώ στους νέους περιορίζεται σε παθητική κατανόηση. Στην Τουρκία, τα ρωμαίικα συρρικνώνονται ταχύτατα και επιβιώνουν μόνο σε μικρο-οικοσυστήματα με λίγους φυσικούς ομιλητές, καθότι συναντούν σθεναρή τουρκική αντίσταση. Παρά ταύτα, έρευνες δείχνουν ότι στην Τουρκία απαντούν σήμερα περίπου 250.000 ποντιόφωνοι με καθοδική τάση.
Στη Ρωσία και τον Καύκασο οι Πόντιοι αναπτύσσουν υβριδικές γλωσσικές ταυτότητες με έντονη επιρροή της ρωσικής, αλλά ταυτόχρονα κρατούν ζωντανό το εθνοσυμβολικό βάρος της ελληνικότητας. Στην Κύπρο, όπου εγκαταστάθηκαν πολλοί Πόντιοι μετά το 1974, η ποντιακή ήρθε σε επαφή με την κυπριακή και δημιούργησε νέα μικτά γλωσσικά ρεπερτόρια.
Θεσμικά, η επίσημη ελληνική πολιτεία δεν έχει αναπτύξει συστηματικά προγράμματα διατήρησης της ποντιακής. Ο Άτλας της UNESCO την καταγράφει στις απειλούμενες, ενώ ανεξάρτητες καταγραφές κάνουν λόγο για περίπου 100-200 χιλιάδες εναπομείναντες πλήρως φυσικούς ομιλητές με μητρική την ποντιακή, με ελάχιστη παιδική απόκτηση. Αυτό σημαίνει ότι ο δείκτης κινδύνου είναι υψηλός, κυρίως λόγω της απουσίας θεσμικής στήριξης, της χαμηλής διαγενεακής μετάδοσης και της συρρίκνωσης των καθημερινών πεδίων χρήσης.
Στον ψηφιακό χώρο ωστόσο η γλώσσα βρίσκει νέες δυνατότητες.
Μέσα από το YouTube, το TikTok, τα διαδικτυακά μαθήματα και τα memes, η ποντιακή αποκτά παρουσία, αν και συχνά σε μορφές περιορισμένης δομικής επάρκειας. Στην περίπτωση των ρωμαίικων, ψηφιακά αρχεία και πρωτοβουλίες crowdsourcing επιδιώκουν να διασώσουν την ποικιλία μέσα από ηχογραφήσεις και λεξικά ανοικτής πρόσβασης.
Οι Πόντιοι, μολονότι αναγνωρίζουν τη νεοελληνική ως το κυρίαρχο γλωσσικό όργανο, αποδίδουν στην ποντιακή διάλεκτο χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα, που κατά την γνώμη τους δεν υφίστανται στη νεοελληνική. Αυτή η πεποίθηση τους κάνει να είναι πρόθυμοι να συμβάλουν στη διατήρηση της διαλέκτου τους, χρησιμοποιώντας την κάθε φορά που τους το επιτρέπουν οι συνθήκες. Η στάση τους αυτή συμβάλλει όχι μόνο στη διατήρηση της ποντιακής διαλέκτου, αλλά και στην άμυνα της απέναντι στην ολόπλευρη επίθεση της νεοελληνικής. Η γενικότερη εικόνα ωστόσο δείχνει μια γλώσσα που πιέζεται από τη μετατόπιση αλλά εξακολουθεί να επιβιώνει ως ισχυρό πολιτισμικό σύμβολο.
Η κοινωνιογλωσσολογική ανάλυση δείχνει ότι οι βασικοί κίνδυνοι είναι η χαμηλή μετάδοση, η συμπίεση των πεδίων χρήσης (domains), οι αντιφατικές στάσεις, η έντονη επαφή με κυρίαρχες γλώσσες και η έλλειψη θεσμικής προστασίας. Ωστόσο, υπάρχουν και περιθώρια αναστροφικής δράσης. Η καταγραφή και τεκμηρίωση μέσα από ηχογραφήσεις, σώματα προφορικού λόγου και λεξικά αποτελεί επείγουσα ανάγκη.
Η εκπαίδευση χαμηλής έντασης με προαιρετικά μαθήματα σε συλλόγους ή κέντρα διά βίου μάθησης, αλλά κυρίως η εισαγωγή της διδασκαλίας της (έστω ως μονόωρο εβδομαδιαίως μάθημα υποχρεωτικό για τους μαθητές με ποντιακή καταγωγή) στα δημόσια σχολεία όπου διαβιοί έντονο ποντιόφωνο στοιχείο θα ενισχύσει την επαφή των παιδιών με τη διάλεκτο. Η αξιοποίηση των πολιτισμικών εργαστηρίων τραγουδιού, θεάτρου και αφήγησης με γλωσσική καθοδήγηση μπορεί να μετατρέψει την επιτέλεση από απλή τελετουργία σε πραγματική μάθηση. Ψηφιακά εργαλεία όπως εφαρμογές, υπότιτλοι και μικρά μαθήματα μπορούν να δημιουργήσουν νέο χώρο καθημερινής χρήσης. Τοπικά μέσα ενημέρωσης και σειρές με ποντιακούς διαλόγους ενισχύουν τη γλωσσική ορατότητα, ενώ οι γέφυρες με άλλες ελληνικές ποικιλίες μπορούν να καλλιεργήσουν μια συνειδητή διαλεκτολογική διαγλωσσικότητα με πολλαπλά συλλογικά οφέλη σε όλους τους τομείς.
Σε όρους γλωσσικής πολιτικής, η πλήρης αναβίωση ίσως δεν είναι ρεαλιστικός στόχος.
Εκείνο που μπορεί να επιτευχθεί είναι η σταθεροποίηση και η διατήρηση, ώστε η ποντιακή να συνεχίσει να παράγει νέο λόγο, όχι μόνο ως απολίθωμα του παρελθόντος. Εάν καταφέρει να ενισχύσει την παιδική κατανόηση, να αποκτήσει λειτουργικότητα σε νέες ψηφιακές σφαίρες και να αποφύγει τον εγκλωβισμό στη σφαίρα της καρικατούρας, τότε θα μπορέσει να παραμείνει ζωντανή ως ένα σύγχρονο εργαλείο ταυτότητας, πολιτισμού και επικοινωνίας.
Αριστείδης (Άρης) Ορφανίδης