Ήταν από τις γυναίκες που δεν χρειάζονταν δεύτερη ευκαιρία για να τις θυμάσαι. Η Έλλη Λαμπέτη, η λεπτή, εύθραυστη μορφή με τη ζεστή φωνή και το βλέμμα που μιλούσε πριν προλάβει να εκφέρει λέξη, έζησε μια ζωή σαν μυθιστόρημα.
Γεννήθηκε στα Βίλια Αττικής, με το πραγματικό όνομα Έλλη Λούκου, κόρη του ταβερνιάρη Κώστα Λούκου και της Αναστασίας Σταμάτη. Από μικρή ηλικία βίωσε τη σκληρότητα της απώλειας – μεταξύ των έξι αδερφών της ξεχώριζε ένας δίδυμος αδελφός, τον οποίο έχασε από φυματίωση το 1941.
Το 1928 η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα. Εκεί ξεκίνησε να γράφεται το κεφάλαιο μιας καριέρας που θα άλλαζε την ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Αν και απέτυχε στις εξετάσεις της στη Δραματική Σχολή του Εθνικού και στη Σχολή Κοτοπούλη, η ίδια η Μαρίκα Κοτοπούλη διέκρινε το σπάνιο ταλέντο της και την έκανε δεκτή.
Το επίθετο «Λαμπέτη» το δανείστηκε από το ποίημα «Αστραπόγιαννος» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, αναζητώντας ένα όνομα αντάξιο της φλόγας που έκαιγε μέσα της.
Η λάμψη στο σανίδι και στη μεγάλη οθόνη
Το θεατρικό της ντεμπούτο έγινε το 1942, με το έργο Η Χάνελε πάει στον Παράδεισο. Στην καρδιά της κατοχικής Αθήνας, ένα νέο άστρο είχε ήδη αρχίσει να ανατέλλει.
Η συνεργασία της με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν μεταξύ 1946 και 1948, την καθιέρωσε: Γυάλινος κόσμος, Αντιγόνη και Ματωμένος Γάμος, ερμηνείες που έγραψαν ιστορία.
Ακολούθησαν θίασοι, περιοδείες και έργα που αγαπήθηκαν από κοινό και κριτικούς. Με τον Δημήτρη Χορν και τον Γιώργο Παππά συγκρότησαν το 1952 τον θρυλικό θίασο Λαμπέτη-Παππά-Χορν, και από το 1956, μόνο με τον Χορν, άφησαν εποχή με παραστάσεις όπως το Νυφικό κρεβάτι και Το παιχνίδι της μοναξιάς.
Μετά το χωρισμό της με τον Χορν, η Λαμπέτη συνέχισε δυναμικά τη δεκαετία του ’60, ιδρύοντας δικό της θίασο και ανεβάζοντας έργα όπως το Λεωφορείον ο Πόθος (που εντυπωσίασε ακόμα και τον Γιώργο Σεφέρη), και το Πέπσι που έκανε 400 παραστάσεις.
Η δεκαετία του ’70, παρότι σημαδεμένη από προσωπικές απώλειες, υπήρξε και η καλλιτεχνικά πιο ώριμη για την Έλλη Λαμπέτη.
Από τα μιούζικαλ όπως η Γλυκιά Ίρμα, έως κλασικά έργα όπως ο Βυσσινόκηπος και η Φιλουμένα Μαρτουράνο, απέδειξε πως δεν υπήρχε ρόλος που δεν μπορούσε να ερμηνεύσει – και μάλιστα αριστοτεχνικά.
Η τελευταία της παρουσία στο σανίδι ήταν το 1981 στο Σάρα, Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού, στο ρόλο της κωφάλαλης Σάρας.
Στον κινηματογράφο άφησε ανεξίτηλο στίγμα με ταινίες όπως: Το κορίτσι με τα μαύρα, Η κάλπικη λίρα, Κυριακάτικο ξύπνημα, ενώ για την ερμηνεία της στο Τελευταίο ψέμα, ήταν υποψήφια για BAFTA A’ Γυναικείου Ρόλου.
Οι μεγάλοι έρωτες και η υιοθεσία που έγινε πληγή
Το 1949 η Έλλη Λαμπέτη θα ζήσει έναν θυελλώδη έρωτα με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τον οποίο γνώρισε επί σκηνής, καθώς συνεργάζονταν σε θεατρική παράσταση. Η σχέση τους, έντονη και παθιασμένη, συζητήθηκε όσο λίγες στον καλλιτεχνικό κόσμο της εποχής. Ωστόσο, η ένταση αυτή δεν άργησε να μετατραπεί σε σύγκρουση.
Η αμοιβαία φιλοδοξία και οι προσωπικές ανασφάλειες οδήγησαν γρήγορα στη ρήξη. Παρά τη φλόγα που άναψε ξαφνικά, ο δεσμός τους έσβησε μέσα σε λίγους μήνες, αφήνοντας πίσω του μόνο αναμνήσεις και ψιθύρους για έναν έρωτα που δεν άντεξε το φως των προβολέων.
Ο πρώτος της γάμος, το 1950, ήταν με τον Μάριο Πλωρίτη, μια ένωση που δεν άντεξε – χώρισαν το 1953, αλλά παρέμεινε δίπλα της ως φίλος μέχρι το τέλος.
Την ίδια χρονιά γνώρισε τον Δημήτρη Χορν, με τον οποίο όχι μόνο έγραψαν ιστορία στο σανίδι, αλλά έγιναν και το πιο αγαπημένο ζευγάρι της εποχής. Χώρισαν το 1959, όταν στη ζωή της μπήκε ο Αμερικανός συγγραφέας Φρέντερικ Γουέικμαν, με τον οποίο παντρεύτηκε, αλλά η σχέση τους ήταν θυελλώδης και τελικά οδηγήθηκε σε χωρισμό το 1976, μετά από χρόνια σε διάσταση.
Η βαθύτερη πληγή όμως δεν ήταν ερωτική: Ήταν η μικρή Ελίζα, η κόρη που προσπάθησε να υιοθετήσει μαζί με τον Γουέικμαν. Μετά από τέσσερα χρόνια μαζί της, μια δικαστική απόφαση την υποχρέωσε να την επιστρέψει στους φυσικούς γονείς.
Το σοκ ήταν τεράστιο. Βυθίστηκε στη μελαγχολία, απομακρύνθηκε από τη σκηνή και η ψυχή της έμοιαζε να μην μπορεί να επουλώσει αυτό το ρήγμα.
Το ανηφόρι της αρρώστιας
Ο καρκίνος μπήκε στη ζωή της το 1969. Είχε ήδη θρηνήσει σχεδόν όλες τις αδελφές της από καρκίνο του μαστού. Υποβλήθηκε σε ολική μαστεκτομή στις ΗΠΑ, γύρισε στην Ελλάδα και προσπάθησε να συνεχίσει – με γενναιότητα, με αξιοπρέπεια.
Όμως το 1980, η ασθένεια επανήλθε πιο επιθετική. Οι χημειοθεραπείες επηρέασαν τη φωνή της – το σημαντικότερο εργαλείο της τέχνης της. Κι όμως, δεν σταμάτησε. Έπαιξε, συγκίνησε, ύψωσε φωνή ακόμα κι όταν δεν ακουγόταν.
Το τέλος μιας μεγάλης κυρίας
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1983, στις 7:30 το πρωί, η Έλλη Λαμπέτη έφυγε από τη ζωή στο Mount Sinai Hospital των ΗΠΑ. Η σορός της επέστρεψε στην Ελλάδα δύο μέρες μετά και στις 6 Σεπτεμβρίου κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε η βιογραφία της από τη Φρίντα Μπιούμπι, με τίτλο Έλλη Λαμπέτη: Η τελευταία παράσταση – ένα βιβλίο στο οποίο η ίδια είχε μοιραστεί αναμνήσεις και αλήθειες λίγους μόλις μήνες πριν φύγει.
Η κληρονομιά που άφησε
Η Έλλη Λαμπέτη ήταν κάτι περισσότερο από ηθοποιός. Ήταν σύμβολο. Ήταν πολιτισμική κληρονομιά.
Εκτός από το θέατρο και τον κινηματογράφο, τραγούδησε (στην Γλυκιά Ίρμα), απήγγειλε Καβάφη και ευαγγελικά κείμενα, ενώ άφησε έργο και στη δισκογραφία.
Τιμήθηκε με σημαντικά βραβεία: το Έπαθλο Κοτοπούλη (1951), το Αριστείον Κινηματογραφικής Αξίας (1961), και το Βραβείο Φεστιβάλ Ιθάκης (1980).
Το 1983, ο κινηματογράφος Γρανάδα μετονομάστηκε σε Θέατρο Λαμπέτη ενώ το όνομά της δόθηκε και στο Κέντρο Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης Γυναικών με Καρκίνο του Μαστού της Ελληνικής Εταιρείας Μαστολογίας.
Η Έλλη Λαμπέτη έζησε με πάθος, που αγάπησε και πληγώθηκε, που έντυσε τη σιωπή της με τον ήχο της ψυχής της. Μια γυναίκα που ακόμα και σήμερα, δεκαετίες μετά το θάνατό της, συνεχίζει να συγκινεί και να εμπνέει.
Ένας μύθος του ελληνικού θεάτρου. Μια μεγάλη αρτίστα. Ένα όνομα που δεν θα ξεχαστεί ποτέ.