Από τα χέρια των γυναικών και των παιδιών τους άρπαζαν οι Τούρκοι τους Μικρασιάτες τον μαρτυρικό Σεπτέμβριο του 1922. Με τον Ελληνικό Στρατό ηττημένο και την άλλοτε κοσμοπολίτικη Σμύρνη παραδομένη στις φλόγες, η πτώση του ελληνισμού της Ιωνίας ήταν γεμάτη φόβο, αγωνία και αβεβαιότητα.
Τα διαβόητα αμελέ ταμπουρού, τα τάγματα καταναγκαστικής εργασίας, είχαν ήδη δεχθεί εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιους στο πλαίσιο του καλά μελετημένου σχεδίου εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατέρρεε με πάταγο.
Και τώρα είχε έρθει η ώρα να «αιμοδοτηθούν» από τους πληγωμένους Μικρασιάτες.
Ένας από τους σύγχρονους σκλάβους των αρχών του 20ού αιώνα και ο Αϊβαλιώτης λογοτέχνης Ηλίας Βενέζης, το νούμερο 31328, όπως είναι και ο τίτλος του βιβλίου του:
«Είμαστε ένα τάγμα εργατικό. “Αμελέ ταμπουρού”. Τα τάγματα των στρατιωτικών αιχμαλώτων είναι χώρια από μας. Αυτοί περνούν καλύτερα. Εμείς είμαστε ένα καθαρό τάγμα σκλάβων. […] Το “ταμπούρ” είναι χωρισμένο σε “μπουλούκια” (λόχους). Οι λόχοι σε “μάγκες” (ενωμοτίες). Αρχηγός της κάθε μάγκας, ένας “τσαούς”, ένας από τους Έλληνες σκλάβους, που ξέραν τούρκικα και ήταν οι πιο καπάτσοι.
»Παίρνει το πολυπόθητο νούμερο 31328, 14ο Εργατικό Τάγμα. Καταγράφεται πλέον, δηλαδή υπάρχει, και δεν είναι εύκολο πια να τον σκοτώσουν ή να τον εξαφανίσουν χωρίς να δώσουν λογαριασμό».
Για την Αμερικανίδα γιατρό και ανθρωπίστρια Έσθερ Λάβτζοϊ αυτό που αντίκρισε στη ρημαγμένη Σμύρνη, την αρπαγή των εφήβων και των ανδρών από τις οικογένειές τους, ήταν το «μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» – έτσι το περιέγραψε στο έργο της Certain Samaritans, ούσα αυτόπτης μάρτυρας:
»Ο πατέρας ηλικίας περίπου 42 ετών που μετέφερε ένα άρρωστο παιδί ή κάποιο άλλο φορτίο, ή ο νεαρός γιος –και μερικές φορές τόσο πατέρας όσο και ο γιος–, θα συλλαμβάνονταν. Αυτό ήταν και το αποκορύφωμα όλων των τρομερών δεινών για κάθε οικογένεια.
»Σε έναν παροξυσμό θλίψης η μητέρα και τα παιδιά γραπώνονταν από τον πατέρα και τον γιο, κλαίγοντας, ικετεύοντας και προσευχόμενοί για έλεος – αλλά δεν υπήρχε έλεος.
»Με τους υποκόπανους των όπλων τους οι Τούρκοι στρατιώτες χτυπούσαν τους άνδρες σπρώχνοντάς τους πίσω προς τις ομάδες των κρατουμένων και οδηγώντας τις γυναίκες προς τα πλοία. Σπρώχνοντάς τες με τα όπλα τους, χτυπώντας τες με λουριά ή ραβδιά, σαν ένα κοπάδι ζώων, φωνάζοντας “Αιντε άιντε”, δηλαδή “Φύγετε, φύγετε”.
»Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτές τις γυναίκες με τα μικρά παιδιά τους που αρπάζονταν από τις φούστες τους καθώς πήγαιναν προς τα πίσω, βήμα-βήμα, κοιτάζοντας ίσως για τελευταία φορά τα πρόσωπα των συζύγων και των γιων τους. “Οι γυναίκες τους θα είναι χήρες και τα παιδιά τους ορφανά” είναι η προφητεία που εκπληρώθηκε στην προβλήτα του σιδηρόδρομου της Σμύρνης, στην Οδό του Μαρτυρίου αυτών των άτυχων ανθρώπων».
Λίγο μετά την κατάληψη της Σμύρνης το τάγμα εργασίας στο οποίο υποχρεώθηκε να ενταχθεί ο Ηλίας Βενέζης διατάχθηκε να «καθαρίσει τα πτώματα ανδρών, γυναικών και παιδιών από τη Μαγνησία (Μανίσα) και τη Σμύρνη, τα οποία είχαν δεθεί μεταξύ τους με σύρμα πριν φονευθούν και πεταχτούν σε μια τεράστια χαράδρα», για να τα κρύψουν από έναν Ισπανό που διεξήγαγε έρευνες για το τι συνέβαινε.
Η Γερμανίδα συγγραφέας, ανεξάρτητη ερευνήτρια και καθηγήτρια Τέσα Χόφμαν παραφράζει την περιγραφή αυτού του περιστατικού από το έργο του Ελληνοαμερικανού ιστορικού και ακαδημαϊκού Σπύρου Βρυώνη, και παραθέτει την εκτίμηση του Γάλλου δημοσιογράφου και φιλέλληνα Ρενέ Πιο ότι έως 150.000 μέλη μειονοτήτων εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό κατά τη διάρκεια της καταστροφής της Σμύρνης, πολλοί από τους οποίους –ειδικά οι άνδρες– επρόκειτο σύντομα να σφαγιαστούν.
Ο Ηλίας Βενέζης ήταν ένας από τους 23 του τάγματος εργασίας από το Αϊβαλί που επέζησαν – στρατολογήθηκαν περίπου 3.000.
Απογυμνωμένοι όχι μόνο από ρούχα και υποδήματα που κλέβονταν, αλλά και από κάθε ανθρώπινη ιδιότητα, επί πολλούς μήνες οι Μικρασιάτες των ταγμάτων εργασίας υπέμειναν τις ατέλειωτες πορείες, τη σκληρή εργασία, την έλλειψη πόσιμου νερού και φαγητού, τους ξυλοδαρμούς από οργισμένους Τούρκους πολίτες, την ελάχιστη ξεκούραση αφού η στέγη ήταν υποτυπώδης ή ανύπαρκτη, και τις μολυσματικές ασθένειες, όπως ο τύφος.
Ο Κωνσταντίνος Αμπατζής όταν συνελήφθη ήταν 16 ετών. Ένας Βουρλιώτης στα αμελέ ταμπουρού είναι ο τίτλος της έκδοσης που περιλαμβάνει τη μαρτυρία του:
«Όσο λοιπόν βρισκόμουν στο τέλος της ομάδας μου, αφού είχα τραυματιστεί στο πόδι και κούτσαινα, μας ακολουθούσαν από κοντά 10-15 Τούρκοι πολίτες εκλιπαρούσαν να τους δώσει ο επικεφαλής 2-5 αιχμαλώτους για να τους σκοτώσουν, όπως έλεγαν.
«[…] Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε για το χωριό Γκιόρδες το οποίο προοριζόταν για μόνιμη παραμονή μας, για να δουλέψουμε στην ανοικοδόμησή του, αφού είχε καεί από τον ελληνικό στρατό κατά την υποχώρησή του.
»Φτάσαμε το βράδυ και μας κατέβασαν χαμηλά σε ένα ποτάμι όπου στρατοπεδεύσαμε σε έναν ανοιχτό χώρο. Ήταν τότε τέλη Σεπτεμβρίου.
»Από την άλλη μέρα άρχισαν οι εργασίες. Έρχονταν Τούρκοι πολίτες και ζητούσαν ορισμένους για επιδιόρθωση των κατεστραμμένων από τη φωτιά σπιτιών τους. Ζητούσαν χτίστες, μαραγκούς, σοβατζήδες, και γενικά οικοδόμους, οι οποίοι εργάζονταν όλη την ημέρα μόνο για λίγο φαγητό το πρωί και λίγο το μεσημέρι. Αυτή ήταν η αμοιβή τους για εργασία ολόκληρη την ημέρα.
»Οι υπόλοιποι που έμειναν πήραν γκασμάδες και φτυάρια και έσκαβαν το ποτάμι. Το συσσίτιο αποτελείτο από λίγο αλεύρι το πρωί και νερό το βράδυ και κάπου 10 οκάδες μελιτζάνες για να φάνε γύρω στους 1.800 άνθρωποι.
»Και συνεχιζόταν η παραμονή μας στο ποτάμι, το δε βράδυ ξαπλώναμε με τα εσώρουχα, όπως ήμασταν στο χώμα χωρίς κανένα σκέπασμα.
»Έβρεχε και βρεχόμασταν. Χιόνιζε και γινόμασταν άσπροι από το χιόνι. Και όταν έκανε παγωνιά τα πουκάμισά μας και οι φανέλες μας κοκάλιαζαν και περιμέναμε να βγει ο ήλιος για να μαλακώσουν.
»Αυτό γινόταν μέχρι τέλος Δεκεμβρίου του 1922 όσον αφορά εμένα. Και ενώ οι άλλοι είχαν μείνει στις θέσεις τους, μας πήραν, μία ομάδα από 50 άτομα, για να οικοδομήσουμε ένα τζαμί. Και η ειρωνεία της τύχης είναι ότι χαλάσαμε μία εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους και με τα υλικά της χτίζανε το τζαμί. Έτσι καθίσαμε εκεί μέχρι την 25η Μαρτίου του 1923, οπότε αναχωρήσαμε επιστρέφοντας στην πόλη Αξάριο.
»Κατά την παραμονή μας στην Γκιόρδες και όσο διαρκούσε η κατασκευή του τζαμιού, μέναμε τη νύχτα σε μια ξύλινη παράγκα στο μέσον της οποίας είχαμε βάλει ένα βαρέλι που είχαμε μετατρέψει σε σόμπα. Τους υπόλοιπους που έμεναν στο ποτάμι τους μετέφεραν σε ένα λουτρό το οποίο δεν λειτουργούσε. Έκανε βέβαια κρύο, αλλά τουλάχιστον προφυλάγονταν από τα στοιχεία της φύσης (βροχή, χιόνια κλπ).
»Εκεί στο χωράφι που μένανε και κοιμόντουσαν, αγκάλιαζε ο ένας τον άλλον και πολλές φορές αυτός που αγκάλιαζες τύχαινε να είναι παγωμένος επειδή είχε πεθάνει, γιατί από τους 1.800 που είχαμε φτάσει, μείναμε περίπου 800.
»Οι άλλοι 1.000 πέθαναν από διάφορες ασθένειες. Περίπου 10-15 άτομα πέθαιναν κάθε μέρα και όσοι ήταν νεκροί, τόσους έβγαζαν κάθε μέρα για να τους θάψουν και υποχρέωναν κάθε ζωντανό να πάρει έναν νεκρό και να τον μεταφέρει σε απόσταση 300-400 μέτρων για να τους βάλουν όλους μαζί σε έναν κοινό λάκκο.
»Ο πιο εύκολος τρόπος μεταφοράς ήταν ο εξής: Έπιανες τον νεκρό από τα πόδια, τα έβαζες κάτω από τις μασχάλες σου και τον τραβούσες με το κεφάλι στο έδαφος.
»Και καθώς προχωρούσα, πόσες φορές είχα σταματήσει και κοίταζα τον νεκρό μονολογώντας “Καημένε άνθρωπε, πόσους προσφιλείς να έχεις για να σε κλάψουν, κι όμως εσύ πηγαίνεις άκλαυτος”.
»Σ’ εμάς δεν έκαναν εντύπωση (οι νεκροί), γιατί περιμέναμε από μέρα σε μέρα να πεθάνουμε κι εμείς με τη σειρά μας. Πιστεύαμε πως θα παθαίναμε τα ίδια και εμείς και κανείς δεν συγκινιόταν από αυτήν την προοπτική».
Γεωργία Βορύλλα