Το 1973, το κινηματογραφικό τοπίο συγκλονίστηκε με την άφιξη του Εξορκιστή, σε σκηνοθεσία του William Friedkin, ταινία βασισμένη στο μυθιστόρημα του William Peter Blatty. Σε ένα σκοτεινό, απόκοσμο σκηνικό, παρακολουθούμε μια ιστορία που από το πρώτο κιόλας λεπτό κάνει τον τρόμο να κυριεύει κάθε κύτταρό μας. Πρωταγωνιστές της ιστορίας η 12χρονη Regan, ένας ιερέας‑ψυχίατρος (ο πατέρας Κάρας), και στην κορύφωση, το θαύμα που δεν έρχεται τελικά ποτέ…
Μέσα στον απόλυτο τρόμο, κάτι απρόσμενο ακούγεται μέσα από ένα ραδιόφωνο, αναπάντεχο και αλλόκοτο! Δύο ελληνικές μελωδίες «γλυκαίνουν» λίγο τις αισθήσεις του θεατή και τον επαναφέρουν στην καθημερινότητα και την πραγματικότητα.
Είναι η Ρίτα Σακελλαρίου που τραγουδάει «Ιστορία μου, αμαρτία μου», ενώ αργότερα ο Γιάννης Καλατζής ψιθυρίζει «Παραμυθάκι μου». Όλα εξηγούνται βέβαια, καθώς ο π. Κάρας (Δαμιανός/Ντέμης Καρράς, για την ακρίβεια) είναι Ελληνοαμερικανός, ενώ η μητέρα του (η οποία άκουγε αυτά τα τραγούδια στο ραδιόφωνο) όχι μόνο υποδυόταν την Ελληνίδα, αλλά ήταν Ελληνίδα! Ήταν η ηθοποιός του ενός ρόλου Βασιλική Μαλλιαρού, την οποία «ανακάλυψε» ο σκηνοθέτης σε ένα νεοϋρκέζικο εστιατόριο.
Το θρίλερ που άφησε εποχή, με σενάριο που συνδύαζε τον θρησκευτικό σκεπτικισμό και την κινηματογραφική ένταση, κέρδισε 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων για Καλύτερη ταινία και Σκηνοθεσία, όμως τελικά κατέκτησε δύο χρυσά αγαλματίδια για: Καλύτερη προσαρμοσμένη διασκευή και Καλύτερο ήχο.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Κάπου εκεί, είχε βάλει το… χεράκι της η αξέχαστη Ρίτα Σακελλαρίου με την ερμηνεία της στο τραγούδι «Ιστορία μου, αμαρτία μου» αλλά και ο Μικρασιάτης Γιάννης Καλατζής με το τραγούδι του «Παραμυθάκι μου» των Μάνου Λοΐζου και Λευτέρη Παπαδόπουλου, καθώς και τα δύο συμπεριλήφθηκαν στη μουσική του θρίλερ, ενός από τα καλύτερα όλων των εποχών.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ο Εξορκιστής εκτός από τα Όσκαρ, έλαβε και τέσσερις Χρυσές Σφαίρες, ανάμεσά τους για καλύτερη δραματική ταινία και σκηνοθεσία.
Κανείς δεν πίστευε στην επιτυχία
Ούτε καν οι ίδιοι οι δημιουργοί δεν πίστευαν στην τεράστια αποδοχή που θα είχε η ταινία μετά την προβολή της, καθώς όλοι την θεωρούσαν… μέτρια! Όμως, η ταινία με την ατμοσφαιρικότητά της και το δυνατό, σχεδόν ανατριχιαστικό σενάριό της, έσπασε όλα τα ρεκόρ: με προϋπολογισμό περίπου 12 εκατομμύρια δολάρια, έφτασε να αποφέρει 441 εκατομμύρια παγκοσμίως, καθιστώντας την την πιο εμπορική ταινία τρόμου εκείνη την εποχή.
Σημαντικό ρόλο βέβαια έπαιξε και ο διευθυντής φωτογραφίας Owen Roizman με τη δουλειά του καθώς δημιούργησε ατμόσφαιρα «ρεαλισμού» –χωρίς υπερβολικά εφέ φωτισμού–, χρησιμοποιώντας μόνο το απαραίτητο φως ακόμη και σε δύσκολες σκηνές, όπως η χαρακτηριστική σκηνή μέσα στο παρεκκλήσι αλλά και στο υπόγειο του σπιτιού όπου διαδραματίζονται τα περισσότερα γεγονότα, τα οποία και βοηθούν στην εξέλιξη της ιστορίας.
Πέρα από την εικόνα, όμως, ο ήχος ήταν εκείνος που αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της ταινίας: το εμβληματικό «Tubular Bells» του Mike Oldfield συνοδεύει τους τίτλους αρχής και τέλους, ενώ η κορύφωση έρχεται μέσα από μια αρμονία υπόγειων θορύβων, κραυγών και σιωπής.
Η… ελληνική νότα
Τι θα ήταν όμως όλα τα παραπάνω χωρίς το ελληνικό στοιχείο; Ανάμεσα στο υπερφυσικό και τη θρησκευτικότητά του, ο Εξορκιστής περιέχει τα δύο ελληνικά τραγούδια που διακόπτουν τον τρόμο με έναν όχι και τόσο συνηθισμένο τρόπο.
Ακούμε το «Ιστορία μου, αμαρτία μου», σε μουσική Γιώργου Μανισαλή και στίχους Κώστα Ψυχογιού μέσα από ένα ραδιόφωνο, και λίγο αργότερα το «Παραμυθάκι μου», σε μουσική Μάνου Λοΐζου και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, που ερμηνεύει ο Γιάννης Καλατζής και που επίσης ακούγεται μέσα από ένα παλιό ραδιόφωνο στο σπίτι του ιερέα.
Η ηχητική αυτή επιλογή δίνει έναν παράδοξο αντίποδα στον τρόμο: Την απλότητα της ελληνικής κουλτούρας μέσα στο υπερβατικό σκοτάδι που «λούζει» σχεδόν όλη την ταινία.
Κατάρες και ατυχήματα σε μία σκοτεινή παραγωγή
Η παραγωγή της ταινίας στιγματίστηκε από ανησυχητικά περιστατικά. Όπως για παράδειγμα αυτό που συνέβη κατά τη λήψη της σκηνής στο κρεβάτι, που βλέπουμε να τραντάζεται σύγκορμη η Regan, γεγονός που προκάλεσε πραγματικό κάταγμα στη σπονδυλική της στήλη (την υποδύθηκε η ηθοποιός Linda Blair). Επίσης, η Ellen Burstyn τραυματίστηκε βαριά την ώρα που η Regan την έσπρωξε βίαια.
Οι αναποδιές δεν είχαν τέλος. Φωτιά κατέστρεψε το σετ του σπιτιού, εκτός από το δωμάτιο όπου γυρίστηκε η σκηνή του εξορκισμού.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, εννέα άτομα που σχετίζονταν με την παραγωγή απεβίωσαν, δημιουργώντας –αναπόφευκτα– φήμες περί «κατάρας».
Ο Εξορκιστής δημιούργησε ένα νέο πρότυπο τρόμου: όχι επιφανειακό, αλλά υπαρξιακό. Καθοριστικός στη διαμόρφωση χαρακτήρων-προτύπων: ο πατέρας Merrin ως τραυματισμένος ήρωας της πίστης, η Regan ως σύμβολο της χαμένης αθωότητας. Επηρέασε αναρίθμητα έργα στην πορεία, από τα The Exorcism of Emily Rose και The Conjuring μέχρι πιο σύγχρονα ψυχολογικά θρίλερ. Παράλληλα, θέτει το πλαίσιο για τη δική του συνέχεια, όπως το Exorcist: Believer.
Κάλλια Λαμπροπούλου