Η ιστορία της Ουκρανίας από το 1991 μέχρι σήμερα αποτελεί μια συμπυκνωμένη αφήγηση της παγκόσμιας γεωπολιτικής αντιπαράθεσης. Η χώρα αυτή, τοποθετημένη στο σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, έγινε από την πρώτη στιγμή της ανεξαρτησίας της πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ουκρανία βρέθηκε με ένα τεράστιο στρατιωτικό οπλοστάσιο, συμπεριλαμβανομένων πυρηνικών όπλων.
Η Συμφωνία της Βουδαπέστης (1994) προέβλεπε την παράδοση αυτών των πυρηνικών στη Ρωσία με αντάλλαγμα εγγυήσεις για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.
Τυπικά, οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Βρετανία αναλάμβαναν να σεβαστούν τα σύνορα της Ουκρανίας. Όμως, η ίδια η λογική αυτής της συμφωνίας έθεσε την Ουκρανία σε μια μόνιμη εξάρτηση από τις μεγάλες δυνάμεις.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η Μόσχα ισχυρίζεται ότι οι Αμερικανοί είχαν δεσμευθεί προφορικά να μην επεκτείνουν το ΝΑΤΟ προς Ανατολάς. Αντίθετα, από το 1999 και μετά, η Συμμαχία ενέταξε σχεδόν όλα τα πρώην κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, φτάνοντας στα σύνορα της Ρωσίας. Για τη Μόσχα, η Ουκρανία αποτελούσε την «τελευταία κόκκινη γραμμή». Η Ουάσιγκτον, αντίθετα, έβλεπε την ευκαιρία να εγκατασταθεί μόνιμα στον ζωτικό χώρο της Ρωσίας και να ελέγξει το στρατηγικό της βάθος.
Η εγκατάσταση Αμερικανών συμβούλων και η στρατιωτική συνεργασία με την Ουκρανία εντάθηκαν μετά το 2004, όταν η «Πορτοκαλί Επανάσταση» έφερε στην εξουσία φιλοδυτικές δυνάμεις. Για τη Ρωσία, αυτό δεν ήταν παρά μια ακόμη «έγχρωμη επανάσταση» οργανωμένη με δυτική στήριξη, στοχεύοντας στην αποδυνάμωση της επιρροής της.
Το 2014 αποτέλεσε σημείο καμπής. Μετά τις διαδηλώσεις του Μαϊντάν και την ανατροπή του προέδρου Γιανουκόβιτς, η Ρωσία αντέδρασε προσαρτώντας την Κριμαία. Παράλληλα, ξέσπασε πόλεμος στο Ντονμπάς, με ρωσική υποστήριξη στους αυτονομιστές.
Η Δύση κατήγγειλε τη Μόσχα ως την πρώτη δύναμη που «παραβίασε σύνορα στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο». Όμως η Μόσχα απαντούσε: και το Κόσοβο;
Η περίπτωση του Κοσόβου το 1999, όπου το ΝΑΤΟ βομβάρδισε τη Γιουγκοσλαβία χωρίς εντολή ΟΗΕ και στη συνέχεια επέβαλε την ανεξαρτησία του, δείχνει ότι η αρχή της εδαφικής ακεραιότητας είχε ήδη υπονομευθεί από τη Δύση. Στη Μόσχα το επιχείρημα αυτό χρησιμοποιείται διαρκώς για να καταδειχθεί η «διπλή γλώσσα» της Ουάσιγκτον και των συμμάχων της.
Στην ουσία, η Ουκρανία δεν ήταν μόνο ένας γεωπολιτικός χώρος αλλά και ένας στρατηγικός προμαχώνας. Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ενδιαφέρονταν όχι μόνο να εντάξουν την Ουκρανία στη δυτική σφαίρα, αλλά και να ελέγξουν τα συστήματα εκτόξευσης πυραύλων που θα μπορούσαν να εγκατασταθούν πολύ κοντά στη Μόσχα. Αυτό εξηγεί γιατί το ζήτημα του ΝΑΤΟ δεν ήταν για τη Ρωσία μια αφηρημένη πολιτική διαμάχη, αλλά ένα ζήτημα επιβίωσης.
Η αντίληψη της περικύκλωσης δεν είναι απλώς ρωσική αφήγηση· είναι στρατηγική πραγματικότητα. Από τις βάσεις στη Βαλτική και την Πολωνία μέχρι τη Ρουμανία και τη Μαύρη Θάλασσα, η παρουσία των ΗΠΑ καθιστά την Ουκρανία κρίσιμο κρίκο σε ένα δίκτυο που στοχεύει στην ανάσχεση της ρωσικής ισχύος.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 σηματοδότησε την πιο αιματηρή κρίση στην Ευρώπη μετά τη δεκαετία του ’90. Η Ρωσία επικαλέστηκε την ανάγκη «αποναζιστικοποίησης» και «αποστρατιωτικοποίησης», ενώ οι ΗΠΑ και η ΕΕ την κατηγόρησαν για απροκάλυπτη επιθετικότητα. Η Ουκρανία μετατράπηκε σε θέατρο ενός πολέμου φθοράς, με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές.
Αν και η εισβολή αποτέλεσε σαφή παραβίαση του διεθνούς δικαίου, η ανάγνωση της ιστορίας δεν μπορεί να περιοριστεί σε αυτό το σημείο. Η σταδιακή εμπλοκή των ΗΠΑ στην Ουκρανία, η υπόσχεση – ή η απουσία της – για μη επέκταση του ΝΑΤΟ, και η προηγούμενη περίπτωση του Κοσόβου αποτελούν κομμάτια μιας αλυσίδας γεγονότων που οδήγησαν στην έκρηξη.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το λεγόμενο «αποτέλεσμα Τραμπ». Η πολιτική «America First», η ταυτόχρονη αντιπαράθεση με την Κίνα και η προσπάθεια επαναπροσέγγισης με τη Ρωσία άφησαν ένα κληροδότημα αβεβαιότητας. Η Ουάσιγκτον, παρά την ρητορική της, έδειξε ότι μπορεί να μετακινείται από τον ρόλο του αντιπάλου στον ρόλο του διαιτητή, αφήνοντας την Ευρώπη σε μια όλο και βαθύτερη εμπλοκή χωρίς σαφή στρατηγικό στόχο.
Η συζήτηση γύρω από την Ουκρανία σήμερα διεξάγεται με τέσσερα δεδομένα στο τραπέζι:
- τις κατεχόμενες περιοχές που η Ρωσία δεν σκοπεύει να επιστρέψει
- τα 300 δισ. παγωμένα ρωσικά αποθεματικά στη Δύση που ήδη χρηματοδοτούν με τους τόκους τους την Ουκρανία
- τη στρατηγική σημασία των σπάνιων γαιών και κρίσιμων ορυκτών
- την απαίτηση του Κιέβου για εγγυήσεις ασφαλείας από τις ΗΠΑ.
Ένα πιθανό σενάριο είναι η σταδιακή διαχείριση της κρίσης:
- τα εδάφη παραμένουν υπό ρωσικό έλεγχο
- οι τόκοι των παγωμένων αποθεματικών συνεχίζουν να ενισχύουν την ουκρανική άμυνα
- οι σπάνιες γαίες γίνονται πεδίο γεωοικονομικού ανταγωνισμού
- οι εγγυήσεις ασφαλείας παρέχονται μερικώς.
Είναι μια πραγματικότητα «γκρι», όπου η κάθε πλευρά παρανομεί αλλά η μία παρανομία ακυρώνει την άλλη.
Η Δύση παρουσιάζει τον πόλεμο ως μάχη δημοκρατίας εναντίον αυταρχισμού. Η Ρωσία τον παρουσιάζει ως αμυντική ενέργεια απέναντι σε μια μακροχρόνια περικύκλωση.
Η αλήθεια βρίσκεται σε μια γκρίζα περιοχή: ούτε η ρωσική εισβολή μπορεί να δικαιολογηθεί, ούτε όμως μπορούν να αγνοηθούν οι προκλήσεις και οι επεμβάσεις της Δύσης στην ευρύτερη περιοχή.
Το ερώτημα παραμένει: μπορεί η Ευρώπη να συνεχίσει να μιλά για «σεβασμό συνόρων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο»; Αν το διεθνές δίκαιο εφαρμόζεται επιλεκτικά, τότε υπονομεύεται από μόνο του και αφήνει κενό που γεμίζει η βία.
Η σημερινή τραγωδία της Ουκρανίας δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από αυτό το ιστορικό και γεωοικονομικό πλαίσιο. Ο κύβος φαίνεται να ερρίφθη: οι μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις επανασχεδιάζουν τον κόσμο, με την Ευρώπη να παίζει, για ακόμη μια φορά, το ρόλο του κομπάρσου.