Ο Βασίλης Ράλλης γεννήθηκε στην παραλιακή κωμόπολη Τσανταρλί, η οποία αριθμούσε 2.000 κατοίκους, Έλληνες και Τούρκους. Βρισκόταν στη βόρεια ακτή του ομώνυμου κόλπου, 29 χλμ νοτιοδυτικά της Περγάμου και 47 χλμ νοτιοανατολικά του Αϊβαλιού.
Ο οικισμός ήταν χτισμένος στα ερείπια της αρχαίας αιολικής πόλης Πιτάνη.
Η μαρτυρία που ακολουθεί, περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών – της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Στην καταστροφή του 1922 έγινε μεγάλο κακό και στο Τσανταρλί έπεσε σφαγή, δε θέλω να τα θυμούμαι.
Εγώ γίνηκα η αιτία που κατασφάχτηκαν τα παιδιά μου και η γυναίκα μου. Κοίταγα να πάρω το βιος, κοίταγα να σώσω τα άψυχα. Να μην τα θυμούμαι, βαραίνει η ψυχή μου⋅ και μου φώναζε το παιδάκι μου: «Πατέρα πάρε μας». Κι εγώ ο κοκορόμυαλος το ‘λεγα: «Θα γυρίσω», λες και ήτανε στο χέρι μου. Δεν το φαντάστηκα. Έβαλα σε μια βενζινάκατο όλα τα καλά που είχα, τράβηξα για τη Μυτιλήνη και είπα θα γυρίσω.
Μα δεν πρόλαβα, έπεσε σφαγή. Τους βάλαν όλους μέσα στο φρούριο κι έπεσε πελέκι⋅ τέσσερα παιδιά και η γυναίκα μου, πάνε από μένα.
Είχαμε έναν πολύ πλούσιο, που είχε συμφέρον μεγάλο να μην φύγει το χωριό. Έφταξε μέχρι να κρατήσει και στρατιώτες, που γύριζαν από το μέτωπο. Άφησαν τα όπλα και ύστερα τους έσφαξαν όλους.
Μείναν τα νυφικά της κακόμοιρης της γυναίκας μου και σαν ξαναπαντρεύτηκα τα βρήκε τούτη δω, τα ξήλωσε και τα ‘κανε φουστάνια δικά της. Έτσι είναι. «Πατέρα πάρε μας!». Εγώ πουθενά.
Εκείνο το μαύρο φρούριο γίνηκε ο τάφος ολουνών⋅ πεθαμένοι κι άθαφτοι γέμισε ο τόπος, η Μικρασία ολόκληρη.