Τον Αύγουστο του 1921, ο Τραπεζούντιος δικηγόρος Ευστάθιος (Στάθης) Ακριτίδης φεύγει από την Κωνσταντινούπολη όπου έχει μετακομίσει από τη γενέτειρά του για να πάει στο χωριό Παρτίν –το Παρθένι, δηλαδή– της Κρώμνης. Εκεί θα συναντούσε την οικογένειά του για να απολαύσουν όλοι μαζί τις διακοπές τους στον Πόντο.
Φθάνοντας όμως στο χωριό μαθαίνει ότι ο μουτεσαρίφης (έπαρχος) της Αργυρούπολης Αχμέτ μπέης είχε φύγει μαζί με στρατιώτες, με προορισμό την Κρώμνη, ώστε να εντοπίσει και να εξορίσει στο εσωτερικό της Τουρκίας Έλληνες, κυρίως φυγόστρατους.
Ο Ακριτίδης γνώριζε τον Αχμέτ μπέη από την Άρδασσα, όταν ακόμα ήταν καϊμακάμης (διοικητής) και εκείνος νομικός σύμβουλος σε τουρκική υπηρεσία. Βασιζόμενος στην γνωριμία τους, του έστειλε ένα σημείωμα στην ενορία Αληθινός με την παράκληση να φανεί επιεικής ενώ τον κάλεσε μαζί με τη συνοδεία του να περάσουν από το Παρθένι για να τους φιλοξενήσει. Προς έκπληξή του, ο Αχμέτ μπέης απάντησε θετικά.
«Με μεγάλη χαρά αλλά και με πολλή δυσκολία κατόρθωσα να βρω ένα αρνί, το ακριβοπλήρωσα και το έβαλα στη σούβλα. Στο τραπέζι βρήκα ευκαιρία και του εψιθύρισα στ’ αυτί: “Στο χωριό μας υπάρχουν μόνο τρεις νέοι για επιστράτευση, όλοι οι άλλοι είναι στη Ρωσία. Αυτούς τους τρεις θέλω να μου τους χαρίσεις μπέη μου!”», διηγείται χρόνια μετά ο Τραπεζούντιος νομικός.
«Πράγματι ο Αχμέτ εφέντης, χορτάτος και καλοπισμένος, μου είπε: “Σου τους χαρίζω αλλά να τους κρύψεις…” Τη χαρά που δοκίμασα εκείνη τη στιγμή, διότι σώζονταν όχι μόνο τρία άτομα, αλλά κι άλλα που δεν τα φανέρωσα, δεν περιγράφεται. Όταν ο μπέης έφυγε με το απόσπασμά του προς τη Βαρενού χωρίς να κάμη ούτε τυπική έρευνα, ησυχάσαμε», πρόσθεσε.
Εκείνον τον Αύγουστο ήταν πολλοί οι Κρωμναίοι που γλίτωσαν την εξορία ή ακόμα και τον θάνατο.
Ποιος ήταν ο Ευστάθιος Ακριτίδης
Γεννημένος στην Τραπεζούντα το 1891, μετά το δημοτικό στην Ίμερα, φοίτησε στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας και στη συνέχεια πήγε για σπουδές Νομικής στην Κωνσταντινούπολη ως αριστούχος απόφοιτος του Φροντιστηρίου. Αποφοίτησε τον Ιούλιο του 1913 με άριστα και το 1916 έκανε μετεκπαίδευση στη Μόσχα. Εργάστηκε ως νομικός σύμβουλος της Οθωμανικής Τράπεζας και της Τράπεζας Φωστηρόπουλου, στην Τραπεζούντα.
Το 1919 παντρεύτηκε την Ελισάβετ Κανδύλη ή Κανδύλογλου, της γνωστής οικογένειας του αρχιτέκτονα-πολεοδόμου Ηλία Κανδύλη και από το Νοβοροσίσκ γύρισε στην Τραπεζούντα όπου παρέμεινε μέχρι τις αρχές του 1921 οπότε μετακόμισε στην Πόλη.
Όταν άρχισε ο ξεριζωμός, τον Ιανουάριο του 1922, ο Στάθης Ακριτίδης ήταν στην Ίμερα, την πατρίδα των γονιών του. Εκεί ο ιερέας της Ίμερας π. Γεώργιος Π. Τανιμανίδης τον παρακάλεσε να συγκεντρώσει όλες τις καμπάνες και τα μανουάλια των εκκλησιών της κωμόπολης, προκειμένου αυτά να διαλυθούν και να πουληθούν ως μετάλλευμα στους Τούρκους. Όμως διασώθηκε μία μικρή καμπάνα και μαζί με τις δεσποτικές εικόνες του τέμπλου της Παναγίας, μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Σήμερα βρίσκονται στον Άγιο Γεώργιο της Νεάπολης Κοζάνης.
Ερχόμενος στην Ελλάδα, μετά την Ανταλλαγή, ο Ακριτίδης εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου έως το 1960. Παράλληλα και για πολλά χρόνια υπήρξε δημοτικός σύμβουλος της πόλης. Την περίοδο 1949-1951 διατέλεσε αντιδήμαρχος στον δήμο Θεσσαλονίκης ενώ επί μια 4ετία εκτελούσε χρέη αντιπροσώπου του δήμου στη διοίκηση της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης.
Στην πρώτη συνεδρίαση, που έγινε το 1951 για τη μεταφορά της εικόνας της Παναγίας Σουμελά από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, ήταν πρόεδρος. Ως πληρεξούσιος δικηγόρος συνέταξε το καταστατικό ίδρυσης του Σωματείου «Παναγία Σουμελά» και δημοσίευσε κείμενά του στο περιοδικό Ποντιακή Εστία.
Ο Ευστάθος Ακριτίδης άφησε την τελευταία του πνοή το 1975.