Τσερκέζοι, ή Κιρκάσιοι κατά την ελληνική εκδοχή. Σήμερα στην Τουρκία είναι η δεύτερη εθνική κοινότητα, μετά τους Κούρδους. Έθνος γηγενές της ιστορικής χώρας-περιοχής της Κιρκασίας στον Βόρειο Καύκασο, τους βρίσκουμε ως ιστορικό παράγοντα στην ανατολική παρευξείνια ενδοχώρα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 20ού.
Ο πληθυσμός των Τσερκέζων ήταν «δεξαμενή» σκλάβων για την Υψηλή Πύλη, η οποία ασκούσε κυριαρχία πάνω τους έμμεση, μέσω των Τατάρων της Κριμαίας. Η ρωσική επέκταση στον Καύκασο τούς έφερε στο επίκεντρο ενδιαφέροντος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (1829) αναγνώρισε ρωσικά δικαιώματα στη χώρα τους.
Η αντίστασή τους στην τσαρική εξουσία οδήγησε σε παρατεταμένη σύρραξη που διήρκεσε μέχρι το 1864 και έληξε με τη μαζική τους φυγή. Το μεγαλύτερο μέρος του τσερκεζικού προσφυγικού πληθυσμού, περίπου 500.000 άτομα, εγκαταστάθηκε στην Ανατολία αλλά και στα Βαλκάνια.
Η εκεί παρουσία τους αποτέλεσε παράγοντα αστάθειας, καθώς προκλήθηκαν προβλήματα στις σχέσεις τους με τους εντόπιους χριστιανικούς αλλά και μουσουλμανικούς πληθυσμούς.
Το ενδιαφέρον είναι ότι παρά τις τάσεις εκτουρκισμού τους, υπήρξαν αντικεμαλικοί Τσερκέζοι, οι οποίοι κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία εντάχθηκαν στον Ελληνικό Στρατό. Μετά την ήττα και τη Μικρασιατική Καταστροφή διέφυγαν μαζί του, εγκαταστάθηκαν το 1923 στη Θράκη και ενσωματώθηκαν στη μουσουλμανική μειονότητα της Ελλάδας.
Στο προσωπικό αρχείο του Φαίδωνα Παπαθεοδώρου υπάρχει ένα επιστολικό δελτάριο που στο πίσω μέρος γράφει:
«Μπαλουκεσέρ 22 Αυγούστου 1921, Κυριακή.
»Αγαπητοί μου, Γιώργο-Αντωνία.
»Για ανάμνησι της ενταύθα παραμονής μου σας στέλλω την έμπροσθεν φωτογραφίαν την οποίαν έβγαλα με τα παλληκάρια του Ανζαβούρ, αντιπάλου του Κεμάλ.
»Σας φιλώ,
»Φώτης Ζ…. [δυσανάγνωστο επίθετο]».
Ο Ανζαβούρ, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1921, έδρασε στην περιοχή της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας (Μπίγα, Γκιονέν, Μπάλια, λίμνη Μανιάς, Πάνορμος), στην οποία υπήρχαν πολλά χωριά Κιρκασίων.
Μετά την ήττα του Ελληνικού Στρατού οι Τσερκέζοι πλήρωσαν βαρύ τίμημα. Στα απομνημονεύματά του* ο Ηπειρώτης από τα Ζαγόρια Πέτρος Αποστολίδης, ο οποίος υπηρέτησε ως έφεδρος γιατρός στο μικρασιατικό μέτωπο, συνελήφθη από τους κεμαλικούς τον Αύγουστο του 1922 και παρέμεινε αιχμάλωτος για έναν χρόνο, έχει συμπεριλάβει σημαντικές αναφορές για το πώς αντιμετωπίστηκαν από τους κεμαλικούς – και πάλι από το αρχείο του Φαίδωνα Παπαθεοδώρου:
Ο άλλος Αλής
Σε πολλές περιοχές της Μικράς Ασίας, ιδίως στα παράλια, είχαν εγκατασταθεί από την εποχή του Σουλτάν Χαμήτ μικρές ομάδες Τσερκέζοι. Είχαν έρθει από τη Ρωσία που ζούσαν, δεν ξέρω ποια στάση εναντίον του Τσάρου είχαν κάνει και κατέφυγαν στην Τουρκία, Μικρά Ασία.
Ο Σουλτάν Χαμήτ διέταξε να τους περιθάλψουν, τους εγκατέστησαν κατά ομάδες οικογενειών σε διάφορα μέρη, τους έδωκαν κτήματα και, το κυριότερο, επιτρεπόταν, κατ’ εξαίρεση σ’ αυτούς να φέρνουν ελεύθερα τα όπλα και τη στολή τους.
Ήταν όμορφη ράτσα και οι γυναίκες τους φημίζονταν για την ομορφιά τους. Θυμάμαι που άκουγα στην πατρίδα μου κάποιο τραγουδάκι του καφέ σαντάν που έλεγε με περηφάνεια, «μπενήμ Τιρκάς» (εγώ είμαι Τσερκέζα).
Ήταν σκληροί πολεμιστές και περίφημοι καβαλάρηδες. Τη σοβαρότερη αντίσταση που βρήκε ο στρατός μας όταν πρωτοπήγε στη Μικρά Ασία ήταν το σώμα του περίφημου Ετέμ. Αργότερα διαφώνησε με τον Κεμάλ και προσέφυγε σε μας.
Πολλοί από αυτούς τους Τσερκέζους πολεμούσαν μαζί μας, ήταν δε ονομαστά τα έφιππα αποσπάσματα των Τσερκέζων, που πήγαιναν μπροστά από τα τμήματά μας σας ανιχνευτές. Ένας και μοναδικός απ’ αυτούς τους Τσερκέζους βρέθηκε αιχμάλωτός μαζί μας στο Ουσιάκ, στα σύρματα, και κάποια μέρα τον ανακάλυψαν. Δεν αποκλείεται και κάποιο κάθαρμα από τους δικούς μας να τον πρόδωσε, ή που δεν ήξερε άλλη γλώσσα, παρά τούρκικα.
Αφού τον κακοποίησαν άγρια, τον έστησαν όρθιο με τα χέρια δεμένα σφιχτά στην πλάτη, στην πλατεία του Σιδηροδρομικού Σταθμού, απέναντι από το δωμάτιό μας και όποιος Τούρκος πολίτης ή στρατιώτης ήθελε πήγαινε, του ’δινε χαστούκια, τον έβριζε ή τον έφτυνε.
Αντίκριζα από το δωμάτιο μας τη θλιβερή και άγρια αυτή εικόνα. Ένας νεαρός άνθρωπος, με τα χέρια του δεμένα σφιχτά πίσω στην πλάτη, στο χλωμό, πολύ συμπαθητικό πρόσωπό του δεν διακρίνονταν τρόμος ή αγωνία, αλλά μια βαθιά μελαγχολία, απάθεια και αδιαφορία, τα μάτια να κοιτάζουν κάτω θλιμμένα και να δέχεται τα ραπίσματα και τα φτυσίματα και να ακούει τις χυδαιότερες βρισιές.
Ήρθε στα μάτια μου μια ακόμα εικόνα από το βιβλίο των θρησκευτικών του Ελληνικού Σχολείου: «Ο Χριστός προ του Πιλάτου».
Τον πήραν ύστερα από κει. Άγνωστο, αλλά σίγουρα μαρτυρικό το τέλος.
Μια ομάδα Τσερκέζοι
Δέχομαι στο γραφείο μου στο Νοσοκομείο –ο Δελακοβίας δεν είχε έρθει ακόμα– την επίσκεψη ενός πολιτισμένου ανθρώπου, ηλικία γύρω στα 30. Ήταν Τσερκέζος και είχε φτάσει στο Αφιόν δύο-τρεις μέρες πριν, μαζί με την οικογένειά του και μια ομάδα συμπατριώτες του. Τους είχαν εκτοπίσει τους Τσερκέζους από τα παράλια που έμεναν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας – ούτε ο ίδιος ήξερε, δεν τους είχαν πει σε ποιο μέρος θα τους εγκαθιστούσαν.
Δεν τους είχαν εμπιστοσύνη, γιατί είχαν δείξει συμπάθεια στον ελληνικό στρατό και αρκετοί είχαν συνεργασθεί κιόλας μαζί μας.
Δεν του βρήκα κάτι ανησυχητικό και του είπα ότι είμαι στη διάθεσή του να ξαναπεράσει αν με χρειασθεί.
Μου εξέφρασε τη λύπη του, γιατί ήθελε πολύ να με καλέσει στο σπίτι του –τους είχαν εγκαταστήσει σε εγκαταλελειμμένα σπίτια Αρμενίων–, όπου η αδελφή του, μορφωμένη και που μιλούσε πολύ καλά τα γαλλικά, θα χαιρόταν πολύ να με γνωρίσει και θα ήθελε τη συντροφιά μου – «δεν μπορεί», μου λέει, «να βρει στο Αφιόν μια γυναίκα μορφωμένη για να κάνει συντροφιά». Δεν μπορεί να με καλέσει όμως, και το ’λεγε με περιφρόνηση και ντροπή, γιατί φοβάται τις ηλίθιες προκαταλήψεις των Τούρκων, που θεωρούν άπρεπο και ανήθικο μια μουσουλμάνα να κάνει συντροφιά με έναν ξένο άντρα.
Λίγο πιο πέρα από το Νοσοκομείο υπήρχε η βρύση απ’ όπου έπαιρνε νερό όλη η γειτονιά, και μπροστά της περνούσαν πολλές Τσερκέζες πηγαινοέρχονταν στη βρύση. Ήταν όλες τους συμπαθητικές, με χαριτωμένη κορμοστασιά, και με τη στάμνα τους στον ώμο σου θύμιζαν Καρυάτιδες.
Κοίταζαν με συμπάθεια τους αιχμαλώτους μας και μου έκανε εντύπωση ότι δεν τους αποκαλούσαν γκιαούρ, αλλά Γιουνάν.
Λίγες μέρες μετά τους πήραν από το Αφιόν. Πού τους πήγαν; Δεν έμαθα τίποτα για την τύχη τους.