Και τι δεν κυκλοφορούσε στην Άγουρσα της Ματσούκας! Από δράκους και ξωτικά μέχρι βρυκόλακες και μάγισσες. Ευτυχώς όμως οι κάτοικοι ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν για να προστατεύονται και να γλιτώνουν από του… Χάρου τα δόντια.
Απίστευτες ιστορίες από τούτο το ελληνικό χωριό με τους εκατοντάδες Έλληνες ορθόδοξους κατοίκους έχει διασώσει μέσα από το βιβλίο του «Αναμνήσεις και νοσταλγήματα από τον Πόντο μας» ο δάσκαλος Ανέστης Παπαδόπουλος.
Στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το 1962, υπάρχουν όλα όσα θυμόταν ο συγγραφέας αλλά και όσα νοσταλγούσε με την επισήμανση ότι κατά την άποψή του ταλέντο στη συγγραφή δεν είχε. Εάν είχε δίκιο δεν γνωρίζουμε. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε όμως είναι πως καταγραφές σαν τη δική του αποτελούν μοναδικό λαογραφικό θησαυρό για τις νεότερες γενιές Αγουρσιωτών οι οποίοι διψούν να μάθουν για τις ρίζες τους.
≈
Στο θέμα των προλήψεων και των δεισιδαιμονιών, οι Αγουρσίτες δεν υπολείπονταν καθόλου των άλλων Ελλήνων, Αρχαίων και νέων. Αλλά γιατί των Ελλήνων μόνον; Οι προλήψεις και δεισιδαιμονίες είναι ανέκαθεν διεθνείς και υπήρχαν και υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων όλων των λαών και Εθνών και μάλιστα όχι μόνον των υπαναπτύκτων, αλλά και των εξελιγμένων ακόμα.
Οι Αγουρσίτες, λοιπόν, είχαν και αυτοί τις προλήψεις και δεισιδαιμονίες τους, άνδρες και γυναίκες, προπάντων όμως οι γυναίκες.
Έτσι ένα ασυνήθιστο κρώξιμο κάποιου κόρακα εθεωρείτο ότι είχε καλή ή κακή σημασία και μάλιστα όταν αυτός πετούσε υπεράνω κάποιου σπιτιού ή καθόταν στην κορυφή κάποιου δέντρου, συνήθως έλατου, πλησίον της οικίας και έκρωξε, η νοικοκυρά φώναζε: «Θον, κυρά Μαρία, καλόν αν εξέρς, σείξον το φτερό σ’, κακόν αν εξέρτς δάκα το τσαγκί ο’», δηλ. «Για το Θεό, κυρά Μαρία, αν ξέρης καλό, να σείης τη φτερούγα σου, αν ξέρης κακό δάγκωσε την κνήμη σου».
Επίσης το χουχουλιτό της κουκουβάγιας εθεωρείτο κι’ αυτό κακός οιωνός (σημάδι) και εσήμαινε πως θα αποθάνη ο άρρωστος του σπιτιού και προπάντων όταν ο χουχουλιός καθόταν στα κεραμύδια του σπιτιού κοντά στο φουγάρο, όπου έβγαινε το φως και συγκεντρώνονταν διάφορα έντομα, τα οποία αυτός με βουλιμία έτρωγε (δεν εγνώριζαν την αιτία αυτή). Έλεγαν: «Ο χόχορον εκούιξεν απάν στο σπίτνα τουν, θα αποθάν’ ο άρρωστον», δηλ. «κουκουβάγια εφώναξε απάνω στο σπίτι τους, θα αποθάνη ο άρρωστος».
Όμοια, όταν περασμένα μεσάνυχτα ακουόταν η απαίσια φωνή του λυγκός, η οποία πράγματι προξενεί ανατρίχιασμα, έλεγαν πάλι: «Ο κατόπαρδον (ο λυγξ) ετσάιξεν (εφώναξε) κάποιος θα αποθάν’». Το κλαθμηριστικό ούρλιασμα του σκύλου του σπιτιού ή της γειτονιάς εθεωρείτο και αυτό πολύ κακό σημάδι και εξηγείτο πώς θα πεθάνη ο νοικοκύρης.
Αν συνεχιζόταν νύχτες πολλές, ο σκύλος καταδικαζόταν σε θάνατο.
Το λάλημα του πετεινού από βραδύς, ήταν και αυτό κακό σημάδι και εσήμαινε αρρώστεια ή θα ενέσκυπτε επιδημία ή και αλλαγή του καιρού, αυτό κυρίως.
Το ξεψείρισμα των ορνίθων εσήμαινε ότι θα αλλάξη ο καιρός, θα βρέξη. Επίσης τα συνεχή γαυγίσματα των σκυλιών και τα ουρλιάσματα των τσακαλιών ήσαν σημάδια αλάθητα της αλλαγής του καιρού.
Αλλά όλα αυτά που αναφέραμε ήσαν μικρές προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Εκείνες όμως που ήσαν μεγάλες και προξενούσαν τρόμο και φρίκη ήσαν άλλες. Ήσαν τα στοιχειά των ποταμών, των γεφυριών, των ρυακιών, των βράχων, των σπηλιών, των πηγαδιών, των δασών και ενίοτε και των στοιχειωμένων σπιτιών.
Στοιχειό επίσης ήταν και η παρχαρομάνα, ήταν όμως αγαθό και αθώο.
Ακόμα τρομερώτερα στοιχειά ήσαν οι δράκοι, οι αράπηδες, τα ξωτικά, οι καλλικάντζαροι, οι μάισσες, οι βρυκόλακες (χορτλάχ’), οι φωτιές των πεθαμένων κλπ.
Προέχουσα θεση μεταξύ όλων των ως άνω πονηρών πνευμάτων κατείχεν ο «Δράκον» ή ο «αράψ» του Ρθιάν του γεφυριού ή του Ορμίν. Από το γεφύρι αυτό την νύχτα, κανένας μόνος του δεν τολμούσε να περάση. Έπρεπε να υπήρχε συντροφιά δύο ή τριών ακόμα και πάλι με πολύ φόβο και αγωνία, λεγόταν πως ήταν στοιχειωμένο και πως έβγαινε ο «Αράψ» και κυνηγούσε τον διαβάτη. Συγκεκριμένα έλεγαν πως κάποτε ο μακαρίτης ο Πατούλς, κάτοικος του χωριού, εδέησε να περάση την γέφυρα μόνος του, τα μεσάνυχτα κοντά, αλλά μόλις πάτησε στη μέση του γεφυριού, τον έπιασε ο Αράψ από πίσω του, κόλλησε στη ράχη του και καθώς ο Πατούλς, βάδιζε, εκείνος τον έσφιγγε και τον χούγιαζε στο σβέρκο του. Αυτή η αγωνία και το μαρτύριο βάσταξε ώσπου βαδίζοντας με τρόμο, πέρασε την βρύση τ’ Αυλάκια, οπότε τον άφησε ελεύθερο και εξαφανίσθηκε.
Άλλος διηγόταν πως ο Αράπης κατέβαινε, μόλις περνάς το γεφύρι από παρακείμενο βράχο, λιγνόμακρος και απαίσιος και ξαπλωνόταν πάνω στον δρόμο περιμένοντας τον διαβάτη.
Οι γυναίκες από την συνοικία Ρακάν, μετά την πλύση των ρούχων στο σπίτι, πήγαιναν να κατεωνίσουν (να ξεβγάλουν) τα ρούχα σ’ ορμίν. Εκεί που τα κατεώνιζαν χτυπώντας τα επάνω σε πλάκες, άκουαν να φωνάζουν κάποιες κοροϊδευτικά τα ονόματά τους χωρίς όμως να βλέπουν κανένα. Πότε, πότε εκεί που έπλεναν σκυμένες ξαφνιάζονταν από το ρίψιμο επάνω τους και μπροστά τους μικρών λιθαριών χωρίς πάλι να φαίνωνται πρόσωπα, και όλα αυτά εν καιρώ ημέρας. Άλλοι πάλι έλεγαν πως ακούονταν μουσική και τραγούδια την νύχτα απο τους βράχους και τις σπηλιές του στοιχειωμένου αυτού ρεύματος.
Στην συνοικία Ρακάν μια οικογένεια, διηγόταν πως είχε μια αγελάδα στο μαντρί. Την άρμεγαν μέσα σε ένα τάσι μεγάλο, το βράδυ εσκέπαζαν το τάσι εφαρμοστά και έβαζαν από πάνω μια βαρειά πέτρα. Το πρωί εύρισκαν το τάσι όπως το είχαν βάλει, αλλά μέσα γάλα δεν εύρισκαν. Στο σπίτι αυτό δεν κατοικούσαν άλλοι εκτός από το ανδρόγυνο. Την αγελάδα στο κλειδωμένο μαντρί, την εύρισκαν πολλές φορές μισοπνιγμένη, γιατί κάποιος της περιέστριβε στο λαιμό της το σκοινί (το ζώσκοινο).
Στο ίδιο οίκημα αργότερα λειτουργούσε καφενείο. Μια νύχτα κάποιος ερχόταν από τον μύλο φορτωμένος ένα σακκί αλεύρι. Όταν επλησίαζε στο καφενείο, άκουσε μέσα να παίζουν όργανα, τραγούδια, χορούς και γλέντια. Επλησίασε στην πόρτα, εναπόθεσε το σακκί του κάπου και εχτύπησε την πόρτα για να μπη να πιή καφέ και να ξεκουραστή. Αλλ’ ω του θαύματος! Μόλις χτύπησε και φώναξε να τον ανοίξουν, όλος ο θόρυβος, οι μουσικές και τα γλέντια σώπασαν και νεκρική σιγή επεκράτησε. Ενόμισε πως επίτηδες του έκαμναν οι διασκεδάζοντες και επέμενε φωνάζοντας και κρούοντας την θύραν, αλλά τίποτε. Το πρωί επήγε και ερώτησε τον καφετζή για το γλέντι την νύχτα εκείνη και πως από νωρίς έκλεισε το μαγαζί και πήγε σπίτι του.
Αυτά όλα και άλλα πολλά ελέγονταν στο χωριό με έμφαση, και τα απέδιδαν στα «ξωτικά», στις «μάισσες», για τις οποίες έλεγαν πως ζουν κοινωνική ζωή, παντρεύονταν και γλεντούσαν.
Ανέστης Παπαδόπουλος