Η Φωτεινή Μαραγκού-Καραβέλα ζούσε στο Άκκιοϊ (Ασπροχώρι), ένα χωριό με 4.500 Έλληνες κατοίκους πριν από το 1922, το οποίο βρισκόταν 4 χλμ από τα παράλια του Αιγαίου, 4 χλμ νότια από τα Παλάτια, δηλαδή την αρχαία Μίλητο, και 32 χλμ. βόρεια των Σωκίων, στα οποία υπαγόταν εκκλησιαστικά και διοικητικά.
Η μαρτυρία της περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Τραβήξαμε πολλά. Το σπίτι μου ήταν παράμερα, δούλευα στα καπνά. Ξύπνησα, βόλεψα τα παιδιά μου και βγήκα πιο όξω. Ησυχία, μια παράξενη ησυχία. Έλα Θεέ μου, η μια με την άλλη μαθεύτηκε⋅ ο ελληνικός στρατός έφευγε, πιστοχωρούσε.
Έφυγα, ήμουνα έρημη με δύο κοριτσάκια⋅ το ένα πέντε και το άλλο οχτώ χρονώ. Και τι να πάρεις μαζί σου; Πήρα μονάχα μια λινάτσα κι έριξα μέσα κάτι ρουχαλάκια.
Ο άντρας μου πήγε στρατιώτης το 1918 στον τούρκικο στρατό. Τι φώτιση του ήρθε και πήγε και πλύθηκε μέσα σε μια λίμνη! Ήτανε Γενάρης μήνας, πούντιασε. Μας στείλανε ένα γράμμα πως είναι άρρωστος από πνευμονία, μα πάει πιο καλά. Σε κάμποσο καιρό ήρθε άλλο γράμμα κι έλεγε πως πέθανε. Πέθανε και γλύτωσε!
Άντε τότε τι να κάμεις με δυο παιδιά. Εμείς τι γινούμαστε; Μπήκαμε στο δρόμο για το Γέροντα1 –θάλασσα ήτανε– μπας και βρεθεί κανένα καϊκάκι και μας βγάλει στη Σάμο. Πήγαμε ώρες, περάσαμε το Μαίντρο2 με το σαντάλι·3 βγήκαμε, ουρανός και κάμπος… Και πιάνει μια μπόρα, μια βροχή, ένα χαλάζι, χαλούσε ο κόσμος.
Το μικρό μου κοριτσάκι βράχηκε ως το κόκαλο, κουράστηκε, τι να σου κάνει; Ήρθε και μελάνιασε. Το βάνω στην ποδιά μου. Είπα: να το συνεφέρω ή να το πετάξω; Τι να το σέρνω; Το ‘τριψα με μια κουβέρτα⋅ ούτε κατάλαβα πού βρέθηκε. Του χουχούλισα τα χεράκια του, το ζούλιξα στο στήθος μου, και σιγά-σιγά ζωντάνεψε.
Τραβήξαμε πάλι το δρόμο. Κόσμος, λαός περπάταε μαζί μας. Αχκισίτες,4 γνωστοί και άγνωστοι.
Εγώ για να μη χάσω τα παιδιά μου κρατούσα τη λινάτσα με τα λίγα πραματάκια στα δόντια, και το ‘να παιδί από το ‘να χέρι, και το άλλο από τ’ άλλο κι έτσι περπάταγα. Κάποια ώρα φτάξαμε στο Γέροντα. Εκεί άλλη απελπισία! Να πας, πού να πας; Τίποτες δεν άραζε στην ακρογιαλιά, ούτε καΐκι, ούτε καράβι⋅ τίποτες.
Γυρίσαμε πίσω και τραβήξαμε για το Κελεμπέσι. Εκεί μας βάλανε στο στρατώνα που μένουν οι Έλληνες. Κοριοί, φρίκη, με όλη την κούραση ούτ’ εγώ, ούτε τα παιδιά μου μπορέσαμε να κλείσουμε μάτι. Φύγαμε για τα Σώκια μπας και πάρομε το τραίνο και βγούμε στη Σμύρνη. Ήρθανε κι άλλοι πολλοί από τα Σώκια, το Άκκιοϊ, το Γέροντα, το Κελεμπέσι. Στη Σμύρνη σαν φτάξαμε θρήνος και οδυρμός, ο ένας απάνω στον άλλονε. Εκεί σε μια στιγμή καθόμουν σ’ ένα σακί αλεύρι. Δεν κατάλαβα ποιος μου το είπε, πως το αλεύρι δεν ήταν δικό μου. Τότες του είπα να σωπάσει, και σώπασε.
Αυτό το αλεύρι μάς έσωσε. Μέσα στην ποδιά μου ζύμωνα λίγο-λίγο κάθε μέρα⋅ πού σκάφη!
Στην παραλία ψάχναμε, βρίσκαμε ξυλάκια, χαρτάκια. Άναβα φωτιά σε μια παλιολαμαρίνα, έψηνα μια πίτα της κακιάς ώρας και τρώγαμε⋅ ούτε άλλο, ούτε άλλο. Έτσι σώσαμε όλο το τσουβάλι με το αλεύρι.
Ο κόσμος κάθε μέρα μπαρκάριζε, ήρθε κι η δική μας η σειρά. Πρωτοβγήκαμε στη Θεσσαλονίκη⋅ εκεί υποφέραμε πάρα πολύ. Έπεσε πολύς κόσμος. Τα παιδιά μου κοιμήθηκαν από το κλάμα. Ήτανε ολονήστικα. Κατά τα μεσάνυχτα με τα πολλά οι Επιτροπές, οι Επίτροποι, κατάφεραν και μαγείρεψαν ένα πιλάφι. Τώρα πώς πάνε κοντά και πώς παίρνουνε φαΐ; Και πού να το βάλεις; Σπρώξε εσύ, σπρώξε εγώ, μπρος εσύ, μπρος εγώ, πήγα κοντά. Ούτε μαντίλα στο κεφάλι, ούτε τίποτα. Τι να κάνω, άνοιξα την ποδιά μου και μου ‘βάλαν λίγο πιλάφι. Πήγα τα ξύπνησα και τα τάισα.
Ύστερα μας βάλανε στα βαπόρια και μας βγάλανε στη Νάξο. Εκεί μας περιποιήθηκαν, μας δώσαν τσάι, καφέ, ρούμι, μας ετοίμασαν φαγητά. Τη νύχτα μάς βάλανε να κοιμηθούμε μέσα σ’ ένα ρέμα⋅ ως εκεί έφτανε η συμπόνια τους. Κόντευε να βρέξει. Ο καιρός τα κρέμναγε. Σε μια στιγμή μια χριστιανή ξεφώνισε από το μπαλκόνι της: «Δεν είσαστε χριστιανοί; Δεν είσαστε Έλληνες; Δε φοβάστε Θεό; Δεν ντρέπεστε; Αν βρέξει, το ρέμα θα κατεβάσει νερό και θα πνιγούνε τα γυναικόπαιδα».
Σηκώθηκαν και μας βρήκαν ένα σπίτι, που λείπαν οι άνθρωποί του στην Αμερική, και μας βάλαν. Και ποιος να πρωτοχωρέσει; Μετά πήραν την απόφαση⋅ άνοιξαν τα σχολεία και μας βάλανε.
Ύστερα από καιρό ήρθαμε στην Ερέτρια. Δούλεψα στα καπνά και μεγάλωσα τα παιδιά μου. Τώρα έχουν παιδιά κι εγώ εγγόνια. Δόξα σοι ο Θεός.