Η ζωή του μοιάζει με παραμύθι. Ένα παραμύθι που άρχισε το 1958 στις παράγκες των Ποντίων στη Δραπετσώνα και εξακολουθεί να υφαίνεται σ’ ένα από τα ωραιότερα προάστια της Καλιφόρνιας, το Λα Χόγια κοντά στο Σαν Ντιέγκο, όπου ζει με την οικογένειά του, αλλά και όπου αλλού τον οδηγούν τα βήματά του. Ίσως αυτή η ζωή σαν παραμύθι είναι που έχει κάνει κάποια αμερικανικά μέσα ενημέρωσης στη νέα του πατρίδα, να τον αποκαλούν «Μίδα της Βιοτεχνολογίας».
Εκείνος όμως, ο δρ Κλεάνθης Ξανθόπουλος δηλώνει με υπερηφάνεια την ποντιακή καταγωγή του, δεν σταματάει να μιλάει για τη Δραπετσώνα του και τα φτωχικά αλλά όμορφα χρόνια του εκεί.
Aπό την πρώτη στιγμή που μιλάς μαζί του αντιλαμβάνεσαι ότι εκτός όλων των άλλων είναι άνθρωπος της οικογένειας και της προσφοράς.
Τον συνάντησα πρώτη φορά στην Ένωση Ποντίων Πειραιώς-Κερατσινίου-Δραπετσώνας –πολύ κοντά στη γειτονιά όπου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του και εκεί που έμαθε να χορεύει ποντιακά–, προσκεκλημένη της προέδρου Αναστασίας Ποιμενίδη-Ιωαννίδη και της γ.γ Χριστίνας Χαφουσίδου.
Αν και αφορμή ήταν οι δωρεές του δρ Ξανθόπουλου στο υπεραιωνόβιο σωματείο, και οι δύο μου μίλησαν με ενθουσιασμό γι’ αυτόν τον φλογερό Πόντιο που κατάφερε να… προσηλυτίσει όλα τα μέλη της οικογένειάς του κάνοντάς τα να δηλώνουν πρώτα Έλληνες και μετά οτιδήποτε άλλο.
Όλα όσα γνώριζα, πριν φθάσω στο ραντεβού μας, για την αγάπη του Κλεάνθη Ξανθόπουλου για την Ελλάδα και την υπερηφάνεια του για την ποντιακή καταγωγή του, τελικά ήταν πολύ λίγα…
Ο Κλεάνθης Ξανθόπουλος μιλά για τον Κλεάνθη Ξανθόπουλο
Από πού είστε, πού μεγαλώσατε και πού είστε σήμερα;
Εγώ στους φίλους Αμερικάνους λέω ακόμα και σήμερα πως είμαι ένα προσφυγόπουλο από τη Δραπετσώνα. Από την πρώτη στιγμή που πήγα στην Αμερική το λέω. Είμαι από την Δραπετσώνα όχι από την Κηφισιά. Εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα σε απόσταση μικρότερη των 500 μέτρων από την Ένωση Ποντίων Πειραιώς-Κερατσινίου-Δραπετσώνας, σε προσφυγικό σπίτι.
Ο μπαμπάς μου Γαβριήλ Ξανθόπουλος του Κλεάνθη γεννήθηκε στον Πειραιά, το 1926, ωστόσο ήταν από την Τραπεζούντα. Ο παππούς Κλεάνθης και η γιαγιά Σοφία, οι γονείς του, ήρθαν στην Ελλάδα με το κύμα του ’22. Η μαμά Σοφία Παναγιωτίδου, μετά Ξανθοπούλου, είχε διαφορετική ιστορία. Ήταν Πόντιοι που είχαν περάσει στη Ρωσία, έξω από την Οδησσό, κοντά στο Νοβοροσίσκ και ήρθαν στην Ελλάδα το 1939.
Με τι ασχολούνταν οι γονείς του πατέρα σας στην Τραπεζούντα;
Απ΄ ότι ξέρω ήταν μικροεπιχειρηματίες, καλά δικτυωμένοι και σχετικά ευκατάστατοι. Ο παππούς όταν ήρθε εδώ δεν κατάφερε να ασχοληθεί με επιχειρήσεις αλλά έγινε ράφτης και μάλιστα πολύ καλός.
Όμως μιλάμε για πρόσφυγες, οπότε η ζωή τους ήταν ανάλογη. Ζούσαν στις παράγκες που είχαν χτίσει οι ίδιοι.
Η οικογένεια της μητέρας σας;
Η μητέρα μου καταγόταν από άλλο περιβάλλον. Στη Ρωσία βρίσκονταν ήδη από τον 15ο αιώνα. Ήταν από τους πρώτους Πόντιους που μετακινήθηκαν από τον τόπο τους για εμπορικούς λόγους. Γι’ αυτό και είχαν πετύχει οικονομικά. Ουσιαστικά επρόκειτο για φεουδάρχες. Είχαν δασικές εκτάσεις, είχαν οινοποιεία ήταν πραγματικά ευκατάστατοι.
Η Επανάσταση άργησε να φτάσει στα μέρη τους γιατί υπήρχαν πολλοί Λευκορώσοι στην περιοχή. Όμως κι όταν η κατάσταση άρχισε να αλλάζει, επειδή είχαν ελληνικό αίμα, οι Μπολσεβίκοι τους άφησαν να φύγουν και να πάρουν μαζί τους ό,τι μπορούσαν από την περιουσία τους. Κατάφεραν να φέρουν μαζί τους πάρα πολλά χρήματα – αν και είναι δύσκολο να καταλάβεις πόσα. Εκτός από χρήματα, είχαν μαζί τους χρυσό και κοσμήματα. Είναι απίστευτο αλλά στην Ελλάδα ήρθαν με κρουαζιερόπλοιο, από την Οδησσό στον Πειραιά!
Δηλαδή η ελληνική καταγωγή τούς έσωσε τη ζωή;
Ακριβώς! Τώρα πώς βρέθηκαν στη Δραπετσώνα δεν το έχω καταλάβει αλλά ξέρω ότι ο παππούς είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια ευκατάστατη – η μαμά μου, η αδερφή και ο αδερφός της είχαν μεγαλώσει με Γαλλίδες νταντάδες και ήξεραν ρωσικά, γαλλικά και λίγα ελληνικά.
Εκτιμώ ότι η έλευσή τους στη Δραπετσώνα σχετίζεται μ’ ένα τραγικό λάθος που έκανε ο παππούς: έβαλε όλα τα χρήματά του στην τράπεζα. Μιλάμε για το 1939, όταν άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Έτσι έχασαν τα πάντα.
Ο παππούς μου, ο Κώστας Παναγιωτίδης κλονίστηκε και δεν κατάφερε ποτέ να συνέλθει. Βλέποντας τον παππού να καταρρέει, την οικογένεια στήριξε η Ελληνορωσίδα γιαγιά που έκανε τα πάντα, η Ευμορφία Παναγιωτίδου. Εκείνος άρχισε να πίνει και για να ξεχνιέται έπαιζε κεμεντζέ. Τραγουδούσε ποντιακά για να ηρεμεί. Η γιαγιά, εκτός από ρωσικά, μιλούσε κι εκείνη ποντιακά.
Η οικονομική τους καταστροφή, ίσως οι ανάγκες που δημιουργήθηκαν, τους οδήγησαν στη Δραπετσώνα. Η αλήθεια είναι πως είχα κάνει πολλές ερωτήσεις για όλα αυτά αλλά απαντήσεις ξεκάθαρες δεν πήρα.
Οι γονείς σας πώς γνωρίστηκαν;
Φυσικά ήταν γείτονες στη Δραπετσώνα. Παντρεύτηκαν στα τέλη του 1956 ή αρχές του 1957. Ο μπαμπάς εργαζόταν στην Κεντρική Λαχαναγορά και η μαμά στην «Κοπή», το εργοστάσιο που κατασκεύαζε ρούχα και παπούτσια για τον ελληνικό Στρατό.
Το 1958 γεννήθηκα εγώ, στο μικρό προσφυγικό μας σπίτι, με μαμή.
Μετά από ενάμιση χρόνο γεννήθηκε και η αδερφή μου η Ευμορφία Ξανθοπούλου, επίσης στο σπίτι.
Μαζί μας έμεναν ο παππούς και η γιαγιά, οι γονείς της μαμάς.
Αλήθεια πώς φαίνεται σ’ έναν επιστήμονα ο τοκετός στο σπίτι;
Γνωρίζοντας τι θα μπορούσε να είχε συμβεί είναι εντελώς λάθος να γίνεται κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει λόγος να παίρνει κανείς τέτοιο ρίσκο. Δεν καταλαβαίνω το γιατί κάποιες γυναίκες, σε κάποιες χώρες, επιστρέφουν σε τέτοιες πρακτικές. Δεν θα το συνιστούσα.
Ας επιστρέψουμε στην οικογένειά σας.
Παρόλο που το σπίτι ήταν μικρό… ήταν μεγάλο. Η γειτονιά ήταν το σπίτι μας. Μεγαλώσαμε χωρίς φόβο. Ο μόνος φόβος για εμάς που παίζαμε συνέχεια μπάλα ήταν τα φορτηγά που περνούσαν συνέχεια και πήγαιναν στα Λιπάσματα. Θυμάμαι ότι ζητούσα επίμονα ένα ποδήλατο αλλά όταν έρχονταν τα Χριστούγεννα η μάνα μου ερχόταν με μια μπάλα ποδοσφαίρου. Ήθελε να αποφύγει να μου πάρει το ποδήλατο γιατί φοβόταν τα φορτηγά. Ήμουν άτακτο παιδί βλέπετε…
Όμως αυτές οι μπάλες που έρχονταν στο σπίτι με έκαναν να αγαπήσω το ποδόσφαιρο.
Όχι μόνο τότε αλλά μέχρι και σήμερα. Έχω παίξει ημιεπαγγελματικά ενώ ακόμα και τώρα παίζω ποδόσφαιρο σε μια ομάδα… ηλικιωμένων, όπως την αποκαλούν οι Αμερικανοί.
Το ποδόσφαιρο ήταν και είναι η μεγάλη αγάπη μου στον αθλητισμό.
Όταν ήμουν παιδί ήμουν Εθνικός και μετά, επειδή σπούδασα στη Θεσσαλονίκη, αγάπησα τον ΠΑΟΚ αλλά και την ΑΕΚ. Προσφυγικές ομάδες και οι δύο.
Πρέπει να καταλάβετε ότι μεγάλωσα σε δύσκολες συνθήκες. Όμως η αγάπη ήταν τεράστια. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο σπίτι μας. Μιλάω για τη γειτονιά. Έχω πολλά ξαδέρφια και μεγαλώσαμε όλοι μαζί. Παίζαμε μαζί. Γελούσαμε μαζί. Ανατρέχοντας σ’ εκείνα τα χρόνια θα πω ότι παρόλο που μας έλειπαν υλικά αγαθά, ήταν πολύ ευτυχισμένα χρόνια. Γνωριζόμασταν όλοι μεταξύ μας.
Πήγα στο δημοτικό και στο γυμνάσιο της Δραπετσώνας. Είχα την τύχη να έχω συμμαθητές, πρόσφυγες όπως εγώ που και καλοί μαθητές ήταν και αγαπούσαν τον αθλητισμό. Δύσκολος συνδυασμός αυτός. Περνούσαμε υπέροχα! Πέντε έξι από εμάς δώσαμε εξετάσεις για να μπούμε στην Ιωνίδειο, στον Πειραιά. Ωστόσο δεν έγραψα καλά στα θρησκευτικά. Το σχολείο ενημέρωσε τον πατέρα μου ότι θα μπορούσα να είμαι επιλαχών γιατί είχα γράψει πολύ καλά σε όλα τ’ άλλα. Ο πατέρας μου θύμωσε και αρνήθηκε. Έτσι πήγα στο γυμνάσιο της Δραπετσώνας.
Περιέργως κανένας από τους φίλους μου δεν πέρασε. Όλοι πήγαμε στο σχολείο της Δραπετσώνας, περάσαμε στο πανεπιστήμιο και μάλιστα στις σχολές που θέλαμε. Τότε δίναμε 7-8 μαθήματα Πανελλήνιες Εξετάσεις και μετρούσε και ο βαθμός του σχολείου.
Μπήκα στο Βιολογικό του ΑΠΘ. Ξέρετε οι γονείς μου ήθελαν να γίνω γιατρός αλλά εγώ όχι. Το επιχείρησα αλλά δεν μου άρεσε. Επειδή αποφοίτησα πρώτος από το έτος μου, το ΑΠΘ και το ΕΚΠΑ έδιναν τη δυνατότητα να πάω στο τρίτο έτος της Ιατρικής, χωρίς εξετάσεις. Πήγα μια-δυο μέρες αλλά δεν άντεχα τη φορμαλδεΰδη και έτσι δεν συνέχισα.
Όμως οι σπουδές μου άρχισαν πολύ καλά. Ήμουν από τους πρώτους που πήραν κρατικές υποτροφίες. Σχετικά νωρίς μου χορήγησαν υποτροφίες ύψους 5.000 δραχμών. Και τα χρήματα ήταν περίπου τα μισά από αυτά που έστελναν οι γονείς μου. Διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για ένα παιδί με το δικό μου οικονομικό υπόβαθρο.
Στο Αριστοτέλειο γεννήθηκε το ενδιαφέρον μου για την έρευνα, τη Μικροβιολογία και την Ανοσοβιολογία. Άρχισα να συμμετέχω σε κάποιες έρευνες που έκανε ένας καθηγητής της Μικροβιολογίας, ο Κρίτων Σαρρής. Βέβαια ήμουν δευτεροετής, τριτοετής και πολλά δεν μπορούσα να κάνω, ωστόσο ήταν σημαντικό που έκανα πράγματα εκτός των όσων απαιτούνταν για να πάρω πτυχίο. Μου άρεσε πολύ και άρχισα να σκέφτομαι να κάνω κάτι διαφορετικό.
Όλοι οι Έλληνες αλλά κυρίως οι Πόντιοι έχουν στον γενετικό τους κώδικα το εμπορικό δαιμόνιο. Προσωπικά ενώ πάντα μου άρεσε η επιστήμη, ήμουν και έμπορος.
Άρα η ενασχόληση με τις επιχειρήσεις μέσω της επιστήμης δεν ήταν κάτι τυχαίο, ήταν στόχος σας.
Όχι ακριβώς. Κάποτε μου ζήτησαν να γράψω ένα άρθρο. Εκεί έγραψα ότι γεννήθηκα δύο φορές. Ως επιστήμονας και ως επιχειρηματίας. Και είμαι ο συνδυασμός αυτών των δύο. Πάντα ήμουν έμπορος.
Ο μπαμπάς ήταν πολύ καλός μαθητής και ήθελε να γίνει μηχανολόγος μηχανικός αλλά ο πόλεμος που ξέσπασε δεν το επέτρεψε. Ο μπαμπάς ήταν στην Αντίσταση. Μετά τον πόλεμο καταδιώχθηκε γιατί ήταν στον ΕΛΑΣ και κατέληξε στη Λαχαναγορά. Μεγαλώνοντας τον βοηθούσα, τα καλοκαίρια, στα βιβλία και μου άρεσε το εμπόριο. Δούλευα πάρα πολύ πρωί και μέχρι τις 10:00 είχαν τελειώσει όλα και είχα και χαρτζιλίκι.
Όσο ήμουν στο πανεπιστήμιο και έκανα έρευνα, εργαζόμουν. Πουλούσα δερμάτινα είδη αλλά στην πραγματικότητα ονειρευόμουν να ανοίξω ένα μαγαζί. Είχα παρατηρήσει ότι κοντά στο πανεπιστήμιο δεν υπήρχε χώρος να πας να πιείς έναν καφέ. Έτσι προσπάθησα να πείσω έναν φίλο μου που ήξερα ότι είχε οικονομική δυνατότητα να ανοίξουμε μαγαζί. Ο πατέρας μου είχε πει τότε: «Μα δεν ξέρεις τίποτα απ’ αυτά». «Θα μάθω», του είπα. Έπιασα δουλειά σαν σερβιτόρος στο καλύτερο μπαρ της Θεσσαλονίκης. Εκεί διαπίστωσα ότι δουλεύοντας τρεις μέρες την εβδομάδα έβγαζα περισσότερα χρήματα απ’ όσα είχα δει ποτέ στη ζωή μου.
Η σκέψη για το μαγαζί δεν προχώρησε αλλά τελείωσα τις σπουδές μου χωρίς καθυστερήσεις, τον Ιούνιο του 1980. Μάλιστα όπως σας είπα ήμουν πρώτος στο έτος μου. Η ελληνική κυβέρνηση μού έδωσε τα τριπλά χρήματα να πάω να κάνω μεταπτυχιακά όπου ήθελα. Ο καθηγητής Σαρρής είχε διασυνδέσεις στη Σουηδία και έτσι πήγα εκεί για να σπουδάσω.
Νόμιζα ότι θα ήμουν πλούσιος αφού μου είχαν δώσει τα τριπλά χρήματα, αλλά δεν ήταν έτσι. Η διαφορά Ελλάδας-Σουηδίας, τότε ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Παράλληλα με το master άρχισα να εργάζομαι σ’ ένα ιταλικό εστιατόριο γιατί δεν θα μπορούσα να ζήσω αλλιώς. Όμως μου άρεσε πολύ.
Η γιαγιά μου με είχε μάθει να φτιάχνω βαρένικα, χαψία και άλλα φαγητά οπότε είχα αγαπήσει τη μαγειρική.
Δουλεύοντας με τον Μικέλε που είχε το ιταλικό άνοιξαν οι ορίζοντές μου στη μαγειρική.
Εργάστηκα εκεί δύο χρόνια, μέχρι που τελείωσα το master και η σουηδική κυβέρνηση μού έδωσε υποτροφία για να συνεχίσω και να κάνω διδακτορικό. Είχα πολύ διάβασμα αλλά μου άρεσε. Ήταν η αρχή της βιολογικής επανάστασης. Το διδακτορικό μου μ’ άρεσε πολύ. Αφορούσε τη Μοριακή Βιολογία και τη Γενετική. Και επειδή ήμασταν ακριβώς σ’ αυτό το μεταίχμιο πολλές εταιρείες άρχισαν να ζητούν τη βοήθειά μου σε επίπεδο συμβουλευτικής. Αυτό με έκανε να ενδιαφέρομαι ακόμα περισσότερο.
Επιστήμη, εμπόριο, αθλητισμός μαγειρική, γεμάτο 24ωρο…
Ναι, αλήθεια είναι αλλά μου άρεσαν όλα τόσο πολύ! Το άλλο που έκανε διαφορά στην πορεία μου ήταν η παραίνεση κάποιου, εκεί προς την ολοκλήρωση του διδακτορικού μου, να έρθω σε επαφή με το Ίδρυμα Ωνάση.
Έκανα αίτηση για υποτροφία και εξεπλάγην όταν μου την έδωσαν. Μιλάμε για υποτροφία που ήταν σε δολάρια, νόμισμα που εκείνη την εποχή αντιστοιχούσε σε πάρα πολλές κορώνες.
Έτσι κάποια στιγμή βρέθηκα με πάρα πολλά λεφτά στην τσέπη. Στην ηλικία που ήμουν, τι κάνει κάποιος με πολλά λεφτά; Εγώ αγόρασα μια BMW! (γέλια)
Ο λόγος που το αναφέρω ήταν γιατί λόγω αυτού του αυτοκινήτου γεννήθηκε και η αγάπη μου για τα ρολόγια. Έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές μου στη Σουηδία και αποφασίσει να συνεχίσω στην Αμερική –στο Πανεπιστήμιο Rockefeller με τον πρωτοπόρο γενετιστή Τζέιμς Ντάρνελ–, έψαχνα αγοραστή για το αυτοκίνητό μου. Αυτός που ήρθε να το πάρει έκανε πολλά παζάρια. Δεν μου έδινε τα χρήματα που ήθελα και είχαμε διαφορά γύρω στις 2.000 κορώνες (περίπου 700 ευρώ). Του είπα ότι δεν θα του δώσω το αυτοκίνητο. Όμως επέμεινε λέγοντας ότι εργάζεται στην αντιπροσωπεία της Cartier και πως εάν ήθελα να αγοράσω ένα καλό ρολόι θα μπορούσε να μου δώσει τη διαφορά αυτή και παραπάνω σε έκπτωση. Δεν είχα κατά νου ν’ αγοράσω ένα τέτοιο ρολόι, ούτε και ήξερα. Όμως το έκανα και έτσι απέκτησα το πρώτο μου Cartier.
Με αφορμή το ρολόι άρχισα να ψάχνω λίγο το θέμα. Μ’ ενδιέφερε τόσο σαν κόσμημα όσο και σαν επένδυση. Από παιδί παρατηρούσα τη γιαγιά και τη μαμά μου. Παρόλο που ήμασταν πρόσφυγες και ζούσαμε φτωχικά, έβλεπα ότι οι δυο αυτές σημαντικές για μένα γυναίκες είχαν στην κατοχή τους κάποια πολύ ιδιαίτερα πράγματα. Κάποια ήταν περιουσιακά στοιχεία που τους είχαν απομείνει. Στοιχεία άλλης εποχής και άλλης κοινωνικής τάξης.
Πηγαίνοντας στην Αμερική άρχισα να τα μεταπουλάω. Αγόραζα δηλαδή καλά ρολόγια και τα πουλούσα. Ήταν προσοδοφόρο και παραμένει.
Στην Αμερική άνοιξε το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ζωή σας, έτσι;
Πηγαίνοντας στο Rockefeller, το 1986, πραγματικά είδα νέα πράγματα. Ήμουν στη Νέα Υόρκη που ήταν και συνεχίζει να είναι μοναδική. Έχει άλλο vibe. Απίστευτο δυναμισμό έχει αυτή η πόλη. Είναι η σύγχρονη Βαβυλωνία. Παρόλο που ήταν μαγικά εκεί, ένιωθα την ηθική υποχρέωση να επιστρέψω στη Σουηδία. Έτσι επέστρεψα στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα, στη Στοκχόλμη, ως υφηγητής. Εκεί είχα το δικό μου εργαστήριο.
Πέντε χρόνια μετά, επέστρεψα στην Αμερική για να εργαστώ στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας, στο επαναστατικό πρόγραμμα του Ανθρώπινου Γονιδιώματος. Από το 1997 ασχολούμαι με τη Βιοτεχνολογία. Τότε έγινα αντιπρόεδρος στην εταιρεία Aurora.
Δική μου εταιρεία απέκτησα πρώτη φορά το 2000, την Anadys. Και κάπως έτσι πια μπήκα για τα καλά στον διπλό ρόλο του επιστήμονα-επιχειρηματία. Έκτοτε έχω ιδρύσει μαζί με κορυφαίους συνεργάτες εταιρείες βιοτεχνολογίας, έχουμε κάνει πολύ σημαντικά βήματα και έχουμε προσελκύσει το ενδιαφέρον μεγάλων φαρμακευτικών κολοσσών.
Όμως στην Αμερική δεν διαπρέπετε μόνο ως επιστήμονας και επιχειρηματίας.
Εκεί έχω δημιουργήσει μια υπέροχη οικογένεια! Η σύζυγός μου η Γκεϊλίν Ξανθοπούλου είναι ένας καταπληκτικός άνθρωπος. Αν και τρίτη γενιά Καλιφορνέζα, η Γκεϊλίν θεωρεί την Ελλάδα παράδεισο. Έρχεται στο σπίτι μας στις Σπέτσες και ηρεμεί.
Μάλιστα θέλει να πάρει ελληνική υπηκοότητα. Εξάλλου όπως λέει, έχω αλλάξει εντελώς το σκεπτικό στην οικογένειά μας.
Έχει γίνει τόσο Ελληνίδα που με υπερηφάνεια λέει στις φίλες της ότι 10ετίες τώρα έχουμε καταργήσουμε το βούτυρο και τρώμε μόνο ελαιόλαδο, ως Έλληνες.
Ο γιος μου ο Γαβρίλος-Σον Ξανθόπουλος, ενώ έχει γεννηθεί στην Αμερική, πρώτα λέει ότι είναι Έλληνας και μετά όλα τ’ άλλα (σ.σ.: Ο Γαβρίλος ήρθε λίγο αργότερα στην παρέα μας και διαπίστωσα ότι ο πατέρας του είχε δίκιο. Ένα χαμογελαστό ψηλό παιδί που σπούδασε οικονομικά και βρίσκεται δίπλα στον πατέρα του, παράλληλα με τις δικές του επαγγελματικές δραστηριότητες. Μιλάει ελληνικά, του αρέσει το ελληνικό φαγητό και λατρεύει το σπίτι της οικογένειας στις Σπέτσες).
Τα δύο μεγάλα μας παιδιά ο Σον και η Μακένζι, είναι παιδιά της γυναίκας μου από τον πρώτο της γάμο, αλλά όταν παντρευτήκαμε ήταν 4 και 5,5 ετών οπότε τα μεγάλωσα. Η μεγάλη μας η κόρη, στα 28 της και ενώ είναι ήδη παντρεμένη, ζήτησε να την υιοθετήσω.
Τόσο Ελληνίδα έχει γίνει. Δεν της έφθανε όμως. Στο πρώτο σπίτι που αγόρασαν έβαλε μάτι και χάντρες για να μην το ματιάσουν! Και το πρώτο Πάσχα που ήταν στο σπίτι τους μας κάλεσαν για να το γιορτάσουμε. Μέχρι και τσουρέκια είχε φτιάξει!
Την οικογένειά μας συμπληρώνει η μοναδική Νίκολα Σοφία Μακένζι Ξανθοπούλου, το τέταρτο παιδί μας.
Αλήθεια είμαι πολύ χαρούμενος με την οικογένειά μας.
Όσο μιλάμε, αναφέρεστε συνεχώς στην καταγωγή σας, στα ποντιακά γνωρίσματα του χαρακτήρα σας, στην Ελλάδα και στο πώς μεταδώσατε την αγάπη αυτή στην οικογένειά σας. Όμως οι πράξεις σας δείχνουν ότι αγαπάτε και το ιστορικό σωματείο της Ένωσης Ποντίων Πειραιώς-Κερατσινίου-Δραπετσώνας.
Πράγματι. Γεννήθηκα εκεί κοντά. Εκεί έμαθα να χορεύω ποντιακούς χορούς. Πάντα ήθελα να κάνω κάτι να βοηθήσω. Να κάνω μια παρένθεση εδώ, σημαντική για μένα και να πω ότι ο κεμεντζές πάντα με ακολουθεί σαν ήχος και σαν βίωμα.
Μάλιστα τα τελευταία 20 χρόνια, όταν έχω κάποιο δύσκολο θέμα να επιλύσω προσωπικό ή επαγγελματικό, με βοηθάει να ακούω ποντιακά.
Περίεργο, ξέρω, αλλά εμένα ο ήχος αυτός με ηρεμεί. Οι γύρω κάποιες φορές μπορεί να μην αντέχουν αυτόν τον έντονο ήχο αλλά εγώ νιώθω όμορφα.
Όσον αφορά το είδος της δωρεάς, γιατί σε αυτό αναφέρεστε όταν μιλάτε για «αγάπη», η επιλογή μου σχετίζεται με το ότι ήθελα να προσφέρω κάτι που δεν το έβλεπα στον Σύλλογο: ποντιακές φορεσιές τις οποίες θεωρώ ιερές. Για να καταλάβετε πόσο πολύ ήθελα να είναι κάτι όμορφο αλλά και σύμφωνο με την παράδοση, ψάχνοντας φτάσαμε στο Κιλκίς. Και οι κούκλες που φορούν την ανδρική και τη γυναικεία φορεσιά είναι σε ανθρώπινες διαστάσεις. Τις τοποθετήσαμε σε μια υπέροχη βιτρίνα από καλό ξύλο. Ήθελα να είναι όμορφο αυτό που θα έδινα στον Σύλλογο.
Στη συνέχεια αποφάσισα να συμβάλλω και στην ανακαίνιση του ιστορικού αυτού κτηρίου. Με χαρά το έκανα και θα συνεχίσω να είμαι δίπλα τους όσο μπορώ (σ.σ. Την ημέρα της συνάντησής μας είχε φέρει κι άλλο δώρο στον Σύλλογο, μια τεράστια επαγγελματική μηχανή παρασκευής καφέ).
Όμως θα ήθελα να γράψετε πως οι δωρεές προέρχονται από την οικογένεια Ξανθοπούλου, γιατί σε όλο αυτό με βοήθησε η αδερφή μου η Ευμορφία και ο ξάδερφός μου επίσης Κλεάνθης Ξανθόπουλος. Οι δωρεές είναι απ’ όλους μας.
Ώρες αργότερα, σκεφτόμουν πόσο μαγκιά χρειάζεται κανείς για να ξεκινήσει από τις παράγκες της Δραπετσώνας έχοντας στις αποσκευές του την εξυπνάδα του και την αγάπη της οικογένειάς του και να φθάσει να αποδείξει τι σημαίνει «ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου». Αυτό σημαίνει Πόντιος. Αυτός είναι ο Κλεάνθης Ξανθόπουλος, ο γιος του Γαβρίλου και της Σοφίας!
Πόπη Παπαγεωργίου