Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «ο Ψαλμός ούτος εστιν Ρωμανού».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Τα θαύματά Σου, Κύριε, σαν φέρνουμε στο νου μας,
σε ικετεύουμε θερμά: κάνε να λυτρωθούμε απ’ το κακό, απ’ τον πονηρό
κι από όλες τις ζημίες που ο άτιμος μας προκαλεί,
γιατί Είσαι ο μοναδικός
των όλων ο Δεσπότης.
Οίκοι
α’. Με αγάπη Χριστού ο λαός ο πιστός
συγκεντρώθηκε εδώ αγρυπνία να κάνει με ψαλμούς κι υμνωδίες.
Κι ακούει τους ύμνους στον Θεό ‒ ακούει και δεν χορταίνει.
Καθώς λοιπόν ηχήσανε μελωδικά στ’ αυτιά μας του Προφητάνακτα Δαυίδ οι ωραίες ψαλμωδίες,
κι αφού ευφράνθηκε η ψυχή μ’ ωραία αναγνώσματα μέσα από τις Γραφές, όπως κι αυτά ακούστηκαν με την καλή σειρά τους,
ελάτε πάλι τώρα να πούμε ύμνους στον Χριστό. Κι αν πεις για τους εχθρούς μας; Έχουν κι αυτοί ν’ ακούσουνε, γιατί θα τους τα… ψάλουμε, δεν θα τους χαριστούμε.
Αυτή είναι της αληθινής της γνώσης η κιθάρα,
γιατί σ’ αυτήν τη γνώση μόνο ο Χριστός σε οδηγεί· Αυτός είν’ ο Διδάσκαλος,
των όλων ο Δεσπότης.
β’. Είναι καλό να ψέλνεις κι ύμνους να λες προς τον Θεό,
αλλά κι από την άλλη, με λόγια έλεγχο να ασκείς και έτσι να πληγώνεις τους άτιμους τους δαίμονες,
που αδιάκοπα μας πολεμάν ‒ σταματημό δεν έχουν.
Γιατί το μάθαμε καλά τι είναι που τους πληγώνει:
όταν με περισσή χαρά γελάμε με την πτώση τους και την διακωμωδούμε.
Όντως, πενθεί ο διάβολος, όταν στις Εκκλησίες το θρίαμβο
εναντίον τους εμείς διεκτραγωδούμε.
Γιατί, ούτε το παραμικρό σε άνθρωπο να κάνει, στ’ αλήθεια ετούτος δεν μπορεί, αν δεν το επιτρέψει για κάποιον λόγο ο Θεός,
των όλων ο Δεσπότης.
γ’. Και σ’ όσους δεν το αξίζουν, πάντοτε δίπλα είν’ ο Χριστός, για να τους βοηθήσει.
Μα όταν μετά τους βλέπει να αθετούν όσα καλά τους έχει συμβουλέψει, τότε κι Αυτός οργίζεται.
Κι έτσι, από τη μια μεριά βρίσκουνε ευκαιρία κι αμέσως καταπάνω τους ορμάνε οι εχθροί,
μα είναι από την άλλη ο Κύριος ο φιλάνθρωπος και δεν το επιτρέπει
άμετρα και πολύν καιρό να ’ναι και να κολάζονται οι άμοιροι απ’ εκείνους.
Αόρατοι όπως είναι, έρχονται οι ενάντιοι και ρίχνονται απάνω
σ’ όσους απογυμνώνονται από την πανοπλία, που είναι η Θεία Πρόνοια.
Μα αοράτως έρχεται και τους λυτρώνει ολότελα από την πλάνη των εχθρών
των όλων ο Δεσπότης.
δ’. Αυτά που λέμε τώρα εδώ δεν είναι σκέτα λόγια,
αλλά είναι έργα του φωτός που ελέγχουν, ξεσκεπάζουν
και κάνουν ολοφάνερο το ότι απονεκρώθηκαν οι δαίμονες τελείως.
Ας διαπομπεύσουμε, λοιπόν, τώρα τη δύναμή τους
που εξασθενεί και χάνεται κάθε φορά που βλέπουνε τον Κτίστη απέναντί τους.
Ήρθε ο Χριστός κι απόμειναν ξεροί, εξασθενημένοι. Φύγαν, εξαφανίστηκαν, καθώς δεν Τον αντέχουνε ως Δίκαιος που είναι.
Τον είδανε να έρχεται έχοντας σώμα ανθρώπου κι οι έρμοι ξεγελάστηκαν,
γιατί δεν καταλάβανε πως είναι Αυτός Υιός Θεού και ο Θεός ο αληθινός,
των όλων ο Δεσπότης.
ε’. Και μάρτυρας αδιάψευστος που λέει την αλήθεια, είναι ο Ευαγγελιστής
που καταγράφει πλήρως την τόση αδυναμία τους.
Ας εντρυφήσουμε, λοιπόν, στο τι η Γραφή μας λέει.
Σαν έφτασε απ’ τη θάλασσα και έπιασε λιμάνι και πάτησε ο Χριστός στεριά,
ένας δαιμονισμένος από την πόλη ερχότανε.
Αυτός ήταν αιχμάλωτος του δαίμονα ο καημένος και είχε γίνει σκλάβος του.
Τον είχε ο δαίμονας σφιχτά κι από παντού δεμένο, και τον βασάνιζε πολύ.
Αλλά σαν έφτασε ο Χριστός, διέλυσε όλα τα δεσμά που είχε τόσα χρόνια και τον απελευθέρωσε
των όλων ο Δεσπότης.
ϛ’. Δυνάστης αδυσώπητος κι αρχικαταστροφέας ήταν που τον κυρίεψε
κι ήταν πολλά τα χρόνια που ως και τη γύμνια του κορμιού ‒του σώματος τα απόκρυφα‒
να κρύβει δεν του επέτρεπε·
κι έτσι, ρούχο δεν φόραγε ‒ ολόγυμνος γυρνούσε.
Σε σπίτι αυτός δεν έμενε· στα μνήματα καθότανε και το νεκροταφείο είχε για κατοικία του.
Ω, συμφορά ανεκδιήγητη! Ω, τραγωδία ανέκφραστη!
Άνθρωπος που ’ναι ζωντανός να ζει μες στα μνημούρια!
Κι απ’ τους νεκρούς πιο δυστυχής και πιο αξιοθρήνητος θα ήτανε ακόμα, εάν δεν τον προλάβαινε
των όλων ο Δεσπότης.
ζ’. Το σώμα κείτεται νεκρό μα περιποιημένο, κάποιοι θα το φροντίσουνε με την τιμή που πρέπει.
Κι ύστερα, το καλύπτουνε σαν μπαίνει μες στο μνήμα
και το σκεπάζει τότε η γη και κρύβει όποια ασχήμια το θάνατο ακολουθεί.
Μα ο πεθαμένος κι αν κλειστεί μέσα στον μαύρο τάφο,
εκεί όπως κείτεται νεκρός τίποτα δεν αισθάνεται, νε θλίψη νε ευτυχία.
Έτσι, ο δαιμονισμένος, δεν γίνεται να συγκριθεί ούτε με πεθαμένο ‒ είναι πολύ πιο δυστυχής.
Γιατί ενώ ήταν ζωντανός κατέβηκε σε τάφο, και εκεί μέσα κλείστηκε
και μάλιστα χωρίς τιμές, δίχως καμιά φροντίδα· και θα ’τανε ακόμα εκεί, απόκληρος και ξένος απ’ της ζωής τα πράγματα, εάν δεν τον προλάβαινε
των όλων ο Δεσπότης.
η’. Κι έτσι ο δαίμονας αυτόν, ανάμεσα στους ζωντανούς και
στους νεκρούς αντάμα, τον τυραννούσε αλύπητα
παίρνοντας τα χειρότερα της καθεμιάς κατάστασης και ρίχνοντάς τα πάνω του.
Σαν ήταν με τους ζωντανούς τού έβαζε αλυσίδες,
σαν ήτανε με τους νεκρούς, τον έκλεινε στη φυλακή για να τον κατατρύχει.
Τον έβρισκε στην ερημιά; Αλύπητο κυνήγι! Τον έβρισκε μες στα βουνά; Να τον γκρεμοτσακίσει!
Τον γκρέμιζε στα βάραθρα και μέσα στα χαντάκια,
και όπου κι αν τον έβρισκε έκανε πάντα καθετί να τον αποτελειώσει· και βέβαια θα πετύχαινε, εάν δεν τον προλάβαινε
των όλων ο Δεσπότης.