Απέναντι από τη Λέσβο, αλλά στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, περίπου 90 χιλιόμετρα από την ακτή και 25 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Μπαλικεσίρ. Εκεί βρίσκεται ακόμα και σήμερα η Μπάλια, με το ίδιο όνομα και στα τουρκικά.
Κωμόπολη ελληνική, ήταν μία από τις 43 ελληνικές κοινότητες της Επισκοπής Κυζίκου.
Τον Σεπτέμβριο του 1922 οι εναπομείναντες κάτοικοι, μεταλλωρύχοι στην πλειοψηφία τους, μαρτύρησαν σε μια από τις ομαδικές σφαγές που γράφτηκαν στα κεφάλαια της ιστορίας που η σύγχρονη Τουρκία αρνείται να αναγνωρίσει, μη αποδεχόμενη ότι υπήρξε γενοκτονία των ελληνικών, και άλλων χριστιανικών πληθυσμών».
Οι πρώτοι διωγμοί
Η περιοχή της Μπάλιας είναι στον ορεινό όγκο της Ίδης στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, εκεί όπου υπήρχαν μεταλλεία από την Αρχαιότητα. Αυτά τροφοδοτούσαν με χαλκό και άργυρο την Τροία.
Μετά το 1840 που άρχισε η επαναλειτουργία τους, «αιμοδοτήθηκαν» κυρίως με Πόντιους μεταλλωρύχους.
Μέχρι το φιρμάνι της υποχρεωτικής επιστράτευσης, που σηματοδότησε τον πρώτο διωγμό του 1914-1915, κατοικούνταν από περίπου 6.000 Ελληνορθόδοξους* και 2.000 μουσουλμάνους. Υπήρχαν επίσης αρκετοί Κούρδοι και Λαζοί που εργάζονταν στα μεταλλεία, και λίγοι Αρμένιοι.
Για να γλιτώσουν την υποχρεωτική στράτευση οι κάτοικοι προσπάθησαν να καταταγούν στο Μπελεμεντίκ (80 χλμ βόρεια-βορειοδυτικά των Αδάνων), στην υπηρεσία της γερμανικής εταιρείας που είχε αναλάβει να ανοίξει εκεί σήραγγα για να περάσει η μεγάλη σιδηροδρομική γραμμή που θα ένωνε τη Βαγδάτη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αρχιμηχανικός ήταν ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος (γνωστός με το όνομα Νικόλαος Μαύρος). Αυτός φρόντιζε για τους ελληνορθόδοξους επιστρατευμένους και τους έδινε θέσεις με καλή πληρωμή· συνελήφθη αργότερα από Κεμαλικούς.
Όσοι Μπαλιώτες στρατολογήθηκαν εστάλησαν στα περιβόητα τάγματα καταναγκαστικής εργασίας, τα αμελέ ταμπουρού. Έγιναν σύγχρονοι σκλάβοι και στο τέλος αποδεκατίστηκαν.
Το μαρτυρικό 1922
Σύμφωνα με τα στοιχεία και τις μαρτυρίες που συγκέντρωσε ο Φαίδων Παπαθεοδώρου –ο πατέρας του Γεώργιος ήταν πρόσφυγας πρώτης γενιάς, εγκατεστημένος το 1914 στην Έδεσσα–, κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή οι ελληνικοί πληθυσμοί των περιοχών που βρίσκονται στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας προσπάθησαν να κατεβούν στις ακτές ώστε να περάσουν απέναντι στη Λέσβο.
Οι κάτοικοι της Μπάλιας χρησιμοποίησαν το τρενάκι με το οποίο τα μεταλλεύματα μεταφέρονταν στην ακτή, για να σωθούν οι ίδιοι, όμως στο δρόμο δέχτηκαν επιθέσεις από τους τσέτες και πολλοί σκοτώθηκαν σε αυτές. Τελικά μαζεύτηκαν περίπου 40.000 άνθρωποι από διάφορους οικισμούς και περίμεναν να έρθουν τα πλοία να τους πάρουν, όμως τα πλοία, αφού πήραν το στρατό δεν επέστρεψαν.
Έτσι, οι περισσότεροι έπεσαν θύματα σφαγών και κάποιοι γλίτωσαν, όπως η Ανθούλα Μιχαηλίδου, που περιέγραψε με λεπτομέρεια όσα έζησε.
Πίσω στην Μπάλια είχαν μείνει 600 Ελληνορθόδοξοι μεταλλωρύχοι. Ο κεμαλικός στρατός έφτασε στην πόλη μέσα σε 15 μέρες εκείνον τον μαύρο Σεπτέμβριο του 1922.
Σφαγιάστηκαν από Κεμαλιστές με το χτύπημα της ξιφολόγχης, δίπλα σε χαρακώματα που είχαν προετοιμαστεί την προηγούμενη μέρα. Τα πτώματά τους στη συνέχεια πυρπολήθηκαν. Οι Κεμαλιστές παρέμειναν στο σημείο για δύο ή τρεις ημέρες μέχρι να καούν ολοσχερώς.