Πολύπαθη η Σμύρνη στην πορεία των αιώνων, ήταν πολλές οι φορές που ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες της, κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Αυτό συνέβη και μετά τη μεγάλη πυρκαγιά της Παρασκευής 9 Ιουλίου 1741 που κατέστρεψε τα δύο τρίτα της πόλης απελευθέρωνοντάς την παράλληλα από τις εστίες πανούκλας!
Η φωτιά ξέσπασε περίπου στις τρεις τα ξημερώματα από ένα σπίτι στην εβραϊκή συνοικία της Σμύρνης.
Όπως σημειώνει ο επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Σεγιέντ Μοχαμάντ Ταγκί Σχαριάτ Παναχί σε δημοσίευσή του με τίτλο «Πυρκαγιά στη Σμύρνη, 1741» στην Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές για την αιτία της πυρκαγιάς.
«Κάποιοι υποστήριζαν ότι η πυρκαγιά οφειλόταν στην απροσεξία μιας υπηρέτριας, που άφησε ένα φανάρι αναμμένο. Άλλοι πίστευαν ότι υπαίτιος της πυρκαγιάς ήταν ο καδής (σ.σ. μουσουλμάνος δικαστής που δικάζει με βάση τον ισλαμικό νόμο, τη σαρία) της πόλης, ο οποίος υποτίθεται ότι είχε δυσανασχετήσει με τις διαμαρτυρίες Εβραίων, ορθοδόξων και Αρμενίων εναντίον του. Αυτή η εκδοχή, αν και κατά πάσα πιθανότητα ανυπόστατη, ενισχύθηκε από την ανικανότητα του καδή να παράσχει ουσιαστική βοήθεια στην κατάσβεση της φωτιάς. [1]
Όλη τη νύχτα με τη βοήθεια του βόρειου ανέμου η φωτιά ενισχύθηκε και πήρε διαστάσεις μεγάλης πυρκαγιάς· κατέκαψε την εβραϊκή συνοικία και στη συνέχεια επεκτάθηκε και σε άλλες συνοικίες», εξηγεί.
Η πυρκαγιά πήρε τέτοιες διαστάσεις που οι φλόγες και ο καπνός φαίνονταν ακόμη και από τη Χίο και η Μυτιλήνη!
Οι κάτοικοι προσπάθησαν να σβήσουν τη φωτιά αλλά δεν ήταν συντονισμένες. Το απόγευμα της 9ης Ιουλίου και αφού οι φλόγες κατάπιαν τις μουσουλμανικές συνοικίες η φωτιά πλησίασε στην οδό Φράγκων από τη μεριά του Αγίου Γεωργίου. Για να διασώσουν τα υπάρχοντά τους, στράφηκαν προς τη θάλασσα. Κάποιοι έμποροι ναύλωναν κάθε είδος πλεούμενου για να φορτώσουν τα πιο πολύτιμα αντικείμενα και εμπορεύματά τους.
«Οι κάτοικοι είχαν τρομοκρατηθεί. Μερικοί εγκατέλειψαν τα σπίτια τους κι έφυγαν από την πόλη. Άλλοι παρέμειναν στα σπίτια τους και περίμεναν κάποιο θαύμα. Πολλά παιδιά πέθαναν από τη δίψα και την ταλαιπωρία ακολουθώντας τις οικογένειές τους που είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους και είχαν καταφύγει στην εξοχή ή στα βουνά.
»Όλα τα σπίτια και τα καταστήματα στην οδό Φράγκων γέμισαν από γυναίκες και παιδιά που είχαν μείνει χωρίς στέγη. Τα χάνια, κάθε καραβανσαράι, οι αυλές και οι δρόμοι είχαν γεμίσει από μουσουλμανικές, εβραϊκές, ελληνορθόδοξες και αρμενικές οικογένειες. Όλοι κατέφευγαν στην οδό Φράγκων, επειδή νόμιζαν ότι οι πρόξενοι με τους ανθρώπους τους θα εμπόδιζαν τη φωτιά να φτάσει σε αυτό το σημείο· επίσης υπήρχαν εκεί πολλά κτίρια από πέτρα, όπως το φρούριο του Αγίου Πέτρου, το μπεζεστένι, το Βεζίρ χάνι και το Αρμένικο χάνι.[2] Κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς σημειώθηκαν πολλά περιστατικά βιαιοπραγίας και λαφυραγωγίας.
Αναφορές κάνουν λόγο για γενίτσαρους που λήστευαν τις γυναίκες οι οποίες έτρεχαν με τα μωρά τους για να γλιτώσουν από τη φωτιά.
Μεγάλες οι υλικές ζημιές
Η φωτιά φαινόταν να είναι ασταμάτητη. Οι ισχυροί άνεμοι την ενίσχυσαν περαιτέρω το Σάββατο 10 Ιουλίου. Επεκτάθηκε και κάτω από το λόγο Πάγο προς το μουσουλμανικό νεκροταφείο και το εργοστάσιο σαπωνοποιίας. Οι πρόξενοι της Γαλλίας και της Ολλανδίας με τις αντλίες τους, βοηθούμενοι από τους ομοεθνείς τους και από τους ναύτες των πλοίων που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι, φρόντισαν να κατασκευάσουν φράγματα προκειμένου να εμποδίσουν τη φωτιά να επεκταθεί από την πλευρά του Αγίου Γεωργίου. Τελικά η πυρκαγιά, γύρω στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα της 11ης Ιουλίου, σταμάτησε σε αυτό το σημείο έπειτα από 48 ώρες.[3] Οι καταστροφές που προκάλεσε η πυρκαγιά ήταν τεράστιες. Το μέγαρο του καδή κάηκε και ο ίδιος κατέφυγε στο Βεζίρ χάνι. Καταστράφηκαν τα μεγαλοπρεπέστερα οθωμανικά κτήρια.
«Καταστράφηκαν τα δύο τρίτα της πόλης. Σύμφωνα με υπολογισμούς της εποχής, κάηκαν 8 χαμάμ, 42 καραβανσαράγια, όπου κατοικούσαν φτωχές οικογένειες, 45 τζαμιά, 14 συναγωγές, 32 χάνια και περίπου 3.000 καταστήματα. Επίσης αναφέρεται ότι κάηκε το τσαρσί και το Μισίρ τσαρσί (αιγυπτιακή αγορά), όπως και 13.000 σπίτια. Οι νεκροί ήταν πολλοί. Από τις 12 συνοικίες της πόλης οι 9 υπέστησαν μεγάλα πλήγματα από την πυρκαγιά», σημειώνει ο επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Σεγιέντ Μοχαμάντ Ταγκί Σχαριάτ Παναχί.
Εφιαλτικές ώρες για τους κατοίκους
Την Κυριακή 11 Ιουλίου η κατάσταση των κατοίκων της πόλης ήταν τραγική. «Ο μητροπολίτης με τη βοήθεια του ενός Γάλλου εμπόρου και των ορθόδοξων εμπόρων μοίρασε χρήματα στα θύματα της πυρκαγιάς που είχαν χάσει τις περιουσίες τους. Στις 12 Ιουλίου ο μητροπολίτης Σμύρνης Νεόφυτος έδωσε διαταγή να μοιραστεί ψωμί στον Άνω Μαχαλά. Στις 13 Ιουλίου ο ίδιος ο μητροπολίτης με το άλογό του μετέφερε ποσότητες ψωμιού και μοίρασε στους κατοίκους του Άνω Μαχαλά χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί από εισφορές των εμπόρων.[4]»
Την περίοδο αυτή η πόλη δεν υπέφερε μόνο από την πυρκαγιά αλλά και από την πανούκλα που είχε εκδηλωθεί από το Μάιο του 1741.
Μετά την πυρκαγιά δεν αναφέρθηκε κανένα κρούσμα: προφανώς η φωτιά είχε καταστρέψει τις σημαντικότερες εστίες της επιδημίας.
Shariat-Panahi S. Mohammad T.