Ο Κωνσταντίνος Λαζ. Παπαδόπουλος ζούσε στο Γκιολτσούκ (Γκöλτσούκ), στην κοιλάδα του Kuru, δεξιού παραπόταμου του Γεσίλ Ιρμάκ. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Νεοκαισάρειας. Οι Έλληνες κάτοικοι του οικισμού προέρχονταν από την περιοχή της Αργυρούπολης και μιλούσαν ως επί το πλείστον ποντιακά. Στον οικισμό υπήρχαν δύο εκκλησίες, η μεγαλύτερη ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου ακι η μικρότερη στον Άγιο Γεώργιο. Υπήρχε επίσης δημοτικό σχολείο με περίπου 50 μαθητές. Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ υπήρχαν κι ελάχιστοι τεχνίτες, κυρίως καλαθοπλέκτες.
Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Εξορία. Στη δεύτερη μάχη που έγινε στο Τόπσαμ, τον Οκτώβριο του ’20, είχαν παραδοθεί πολλά γυναικόπαιδα και τριάντα άνδρες. Μέσα σ’ αυτούς ήμουνα και εγώ. Μας πήραν για εξορία. Μας πήγαν στη Νεοκαισάρεια. Από κει στην Τοκάτη.
Στον δρόμο, κι από την γέφυρα της Νεοκαισάρειας, πολλά παλικάρια πήδησαν μέσα στο ποτάμι και πνίγηκαν. Μερικές γυναίκες πέταξαν τα βρέφη τους. Δεν άντεχαν να τα βλέπουν να υποφέρουν. Είχαν πάντα και τον φόβο μήπως τους τα πάρουν οι Τούρκοι και τα τουρκέψουν.
Μας πήγαν στο Τιφόρ, χωριό της Τοκάτης. Μας έβαλαν σ’ ένα μαντρί. Εδώ είχαμε και δυσάρεστα. Κατέβηκαν Τούρκοι χωριάτες. Ζήτησαν να πάρουν τα παιδιά να τα σκοτώσουν. Οι τζανταρμάδες απάντησαν: -«Αν είστε παλικάρια να πάτε πάνω στο Τόπσαμ να πιάσετε τον Κοτζά Αναστάση, και όχι τους αιχμαλώτους».
Πάσχα ξημέρωνε την άλλη μέρα. Μας έβγαλαν έξω. Μας κατέβασαν στον δημόσιο δρόμο και τραβήξαμε για την Τοκάτη. Κοντά στη γέφυρα ανταμώσαμε και με άλλους εξορίστους. Γίναμε όλοι επτακόσιοι τριάντα. Ήρχονταν από τα παράλια τούτοι οι εξόριστοι. Ήσαν κουρέλια. Αξιολύπητοι. Πεινασμένοι και γυμνοί. Μαζέψαμε αναμεταξύ μας κάτι πληγούρι, κάτι αλεύρι και αλάτι, τους δώσαμε, έβρασαν και οικονομήθηκαν κείνην την ημέρα. Το πρωί πάλι πορεία.
Στον δρόμο, σαν τα πρόβατα ξεστρατίζαμε για να αρπάξομε κανένα χόρτο, κανένα φύλλο και να το φάμε λασπωμένο, άπλυτο, βρώμικο.
Πήγαμε στο Τσιφλίκ Χαν. Μας έβαλαν μέσα, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό. Εδώ δούλευαν Έλληνες αιχμάλωτοι. Μας έφεραν με τα καζάνια νερό. Οι τζανταρμάδες τους χτύπησαν, κι εμάς δεν μας άφησαν να πιούμε. Τους έδιωξαν, και το βράδυ μάς άφησαν και πήραμε ένα κομμάτι νερό. Την άλλη μέρα μάς σήκωσαν. Πήγαμε μέχρι το Τσαμλίπελ κι από κει στο Γενί Χαν. Στον δρόμο στους ανήμπορους έδιναν από μιαν σπρωξιά και τους έριχναν στους γκρεμούς. Από το Γενί Χαν πήγαμε στο Γιουλdούς Χαν. Εδώ κοιμηθήκαμε.
Στο κάθε χάνι έπρεπε να δώσομε δέκα γρόσα για να κοιμηθούμε ακόμη και έξω, εδιεμή έπεφτε ξύλο. Τα ξημερώματα μάς έβαλαν στον δρόμο. Άρχισε να βρέχει. Περπατούσαμε με τη βροχή και με τη λάσπη ως τα γόνατα. Φτάσαμε στο Κιζίλ Ιρμάκ. Θύελλα έπεσε απάνω μας. Μας πηρούνιαζε ο βοριάς, μας μαστίγωνε η βροχή και το χιόνι. Αφάνταστο μαρτύριο.
Σταματήσαμε μπροστά στο ποτάμι. Μαζευτήκαμε ο ένας κοντά στον άλλο. Οι καλοντυμένοι τζανταρμάδες δεν συμφώνησαν. Μας έβαλαν στον δρόμο. Φτάσαμε στο Σεουτλί Χάνι. Καθάρισε ο καιρός. Εδώ μας βρήκε ο βαλής της Σεβάστειας. Πέρασε με αυτοκίνητο. Είδε τα πτώματα στον δρόμο. Γύρισε πίσω, μας γύρισε κι εμάς τα ζωντανά πτώματα να ρίξομε τους άλλους στο ποτάμι. Πέθαναν εκεί άλλοι δεκαπέντε, ηλικίας σαράντα πέντε χρονώ.
Την άλλη μέρα φτάσαμε στη Σεβάστεια. Συμφωνήσαμε δεκαοκτώ και λιποταχτήσαμε. Φτάσαμε στα αντάρτικα. Από τον Μάιο του 1922 μέχρι τον Σεπτέμβριο γυρίζαμε πάνω στα βουνά. Βγήκε τον Οκτώβριο η Ανταλλαγή. Στο μεταξύ είχαν σταματήσει οι μάχες, ένα μήνα πριν. Είχαμε συνθηκολογήσει και περιμέναμε. Με την Ανταλλαγή φύγαμε.
Έξοδος. Βρισκόμασταν στα βουνά. Ήρθε ο στρατηγός Λιβάς από την πλευρά των Τούρκων, πήγαν και οι δικοί μας καπεταναραίοι και συναντήθηκαν. Έβγαλε λόγο ο στρατηγός, απάντησαν και οι δικοί μας, στα ιδιαίτερα μίλησε και στον Κοτζά Αναστάς: -«Εσύ με έσωσες μια φορά, και εγώ θα σε σώσω. Εάν δεν διαλύατε τον στρατό του Κεμάλ ΓΚεβίτ, εγώ ήμουνα για κρεμάλα. Η συμβουλή μου είναι να τραβήξεις στα βουνά και να πας σε ξένο κράτος. Να μην έχεις σε κανέναν Τούρκο εμπιστοσύνη».
Στο τέλος υπόγραψαν οι στρατηγοί των Τούρκων και οι δικοί μας καπεταναραίοι, συνθηκολογήσαμε και παραδώσαμε τα όπλα. Άλλοι κατέβηκαν στα χωριά τους. Τα παιδιά κατέβηκαν στην Τοκάτη και μέσω Ερυθρού Σταυρού ήρθαν στην Ελλάδα.
Οι καπεταναραίοι και οι οπλίτες πήγαν οπλισμένοι, βουνό-βουνό, από τα παράλια πέρασαν στη Ρωσία, και από κει ήρθαν στην Ελλάδα. 14 Οκτωβρίου του 1923 φύγαμε από κει.
Διψούσαμε για Ελλάδα. Ύστερα από τόσα βάσανα που υποφέραμε πώς να λυπηθούμε που φύγαμε; Τι να πονέσομε; Τα σπίτια; Είχαν γίνει στάχτη. Τις εκκλησίες, τα σχολειά; Δεν άφησαν τίποτε. Τα έκλεψαν, τα ρήμαξαν. Τα κάψανε, τα γκρέμισαν.