Τερεί απάν’ τερεί αφκά, τερεί οπίσ’ και έμπρα…
μακρογουλίζ’, καλοτερεί ’ς σ’ Ανατολήν και Δύσην,
κι αρχινά να φτουλίγεται άμον χέρα γυναίκα,
κι αρχινά να μοιρολογά, μ’ ανθρώπινον λαλίαν…
Αυτά γράφει ο σπουδαίος Φίλων Κτενίδης στο έπος του «Η καμπάνα του Πόντου», για το «μαύρο πουλί» που μοιρολογά πάνω στα γκρεμισμένα κάστρα των Κομνηνών, μετά την Άλωση της Τραπεζούντας τον Δεκαπενταύγουστο του 1461.
Και ο επίσης σπουδαίος Χρύσανθος έγραψε και τραγούδησε, στο «Κόρη, τον τόπον ντο πατείς»:
[Ωχ!] Εσέν [πουλί μ’ / ψήκα μ’] όντες ’κ’ ελέπω σε,
κορτσόπο μ’, [πουλί μ’] φτιλακίζω.
[πηγή: pontianlyrics.gr]
Φτιλακίζω ή φτουλακίζω το ένα ρήμα, φτιλίζω ή φτουλίζω το δεύτερο. Η κοινή τους ρίζα εντοπίζεται στον φτίλο, που δεν είναι άλλος από τον αρχαιοελληνικό «πτίλο», δηλαδή το πούπουλο.
Το καθένα όμως έχει διαφορετική σημασία, και εκεί είναι που προκαλούνται παρεξηγήσεις.
Στην καθομιλουμένη (μέχρι σήμερα) χρησιμοποιείται ευρέως ο τύπος φτουλίγουμαι με την έννοια του «σκάω», είτε από τη ζέστη είτε από στενοχώρια. Στο ποίημα όμως του Κτενίδη το μαύρο πουλί που φτουλίγεται δεν σκάει, αλλά χτυπιέται και μαδιέται από τη στενοχώρια του γι’ αυτά που αντικρίζει.1
Στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου, ωστόσο, διαβάζουμε στην πρώτη ερμηνεία2 του λήμματος φτιλίζω ή φτουλίζω (διαφορετική προφορά στις διάφορες περιοχές του Πόντου):
Μαδώ, τίλλω τας τρίχας: Φρ. Κλαίει και φτουλίεται (κλαίει και μαδιέται). Άσμα: Κλάψον με ατώρα ζωντανόν / και φούλ’τσον τα μαλλία σ’. |
Την ερμηνεία που θα περιμέναμε (καίγομαι, σκάω), την βρίσκουμε τέταρτη στο ρήμα φτιλακίζω (και φτουλακίζω, αντίστοιχα):
1) Κάμνω κινήσεις σπασμωδικάς, σπαρταρώ: Φτιλακίζ’ η κοσάρα, 2) Πάλλω ταχέως: Φρ. Φτιλακίζ’ η καρδία μ’ – η ψη μ’ (κατέχομαι από συγκίνησιν ή φόβον), 3) Καταλαμβάνομαι από τρόμον, 4) Φλέγομαι από δίψαν. |
Συμπέρασμα; Η κοθομιλουμένη έχει αναμίξει τα δύο ρήματα –ίσως γιατί το «φτουλίγουμαι» (και «εφτούλαξα») είναι πιο εύηχο από το αντίστοιχο «φτουλακίζουμαι»;–, ενώ τόσο ο Κτενίδης όσο και ο Χρύσανθος τα χρησιμοποιούν με τις έννοιες που βρίσκουμε και στο λεξικό.
Δεύτερο συμπέρασμα; (Και) η ποντιακή διάλεκτος είναι ένας ζωντανός οργανισμός, όπως όλες οι ομιλούμενες γλώσσες.