Δεν ήταν απλώς θεματοφύλακας της δημοτικής μας παράδοσης, ούτε ένας «πιστός φύλακας της πολιτιστικής μας ταυτότητας» όπως τον χαρακτήρισε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη. Ήταν αυτά, αλλά ο Πετρολούκας Χαλκιάς υπήρξε ένας βιρτουόζος του κλαρίνου, τεχνικά άρτιος, αλλά και γεμάτος συναίσθημα.
Όσοι και όσες τον είχαν ακούσει να παίζει από κοντά (και παρέμενε στις… επάλξεις μέχρι πρόσφατα), μιλούν για μέθεξη και δέος, έναν ήχο που γέμιζε κάθε σπιθαμή του χώρου.
«Θυμάμαι ότι σε κάποιο μέρος που με κάλεσαν, ένα άλογο, κάθε φορά που έπαιζα, σηκωνόταν στα πίσω πόδια, όρθιο. Μόλις σταματούσα, έπεφτε», είχε πει σε μια συνέντευξή του.
Παιδί της πιο ταραχώδους περιόδου της Ελλάδας, η ζωή του ήταν μια περιπέτεια. Άλλοτε σαν παραμύθι, άλλοτε σαν μυθιστόρημα. Πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί η ιστορία ενός παιδιού από τα βουνά της Ηπείρου, από το Δελβινάκι, το οποίο έφτασε μέχρι τον Λευκό Οίκο να βραβεύεται από τον Ρίγκαν; Χρόνια δε αργότερα, ένας άλλος Αμερικανός πρόεδρος, ο Μπιλ Κλίντον, του εξέφραζε το θαυμασμό του.
Με το κλαρίνο του άλλωστε κέρδισε την άδεια παραμονής στις ΗΠΑ, αλλά κυρίως άφησε άφωνους σπουδαίους τζαζίστες – μεταξύ αυτών, τους θρυλικούς Λούις Άρμστρονγκ και Μπένι Γκούντμαν.
Σε συνέντευξή του στη LIFO είχε πει:
«Δούλεψα καλά στην Αμερική. Κάθε δύο χρόνια όμως ανανέωνα την άδεια παραμονής γιατί δεν είχα πράσινη κάρτα. Κάποια στιγμή, το 1966, Έλληνες μουσικοί που είχαν την αμερικανική υπηκοότητα πήγαν στον πρόεδρο του Σωματείου Μουσικών της Αμερικής και του είπαν να ενημερώσει την Αμερικανική Υπηρεσία Ιθαγένειας και Μετανάστευσης για να με απελάσουν. “Έρχονται οι ξένοι και μας παίρνουν τις δουλειές”, του είπαν, “κι εμείς, οι Αμερικανοί, δεν έχουμε να φάμε”.
»Ο πρόεδρος μού έστειλε μια επιστολή που έγραφε ότι εντός 24 ωρών έπρεπε να εγκαταλείψω το αμερικανικό έδαφος, διότι “τέτοιου είδους μουσικούς έχουμε πολλούς”.
»Παίρνω έναν δικηγόρο, πάω στον διευθυντή της υπηρεσίας και επειδή δεν μπορούσα ακόμα να συνεννοηθώ στα αγγλικά, αυτός του λέει: “Αν αύριο τέτοια ώρα είναι εδώ, θα τον δέσω με χειροπέδες”.
»“Πες του”, του λέω, “ότι θα φύγω, θα πάω στην πατρίδα μου, αλλά τέτοιους μουσικούς εδώ δεν έχετε”.
“Μπορείτε να μου το αποδείξετε αυτό;”, ρώτησε ο διευθυντής, και εγώ του είπα να πάρει τους καλύτερους μουσικούς που έχει και να τους φέρει να με συνοδεύσουν. Όχι να παίξουν μαζί μου – να με συνοδεύσουν.
»Ήταν άνθρωπος που ήξερε να διαβάζει μουσική και, πράγματι, βρήκε μουσικούς και τους έφερε. Αρχίζω τα βαριά ηπειρώτικα, εκείνοι σαστίζουν γιατί δεν ξέρουν τι να παίξουν, και τότε ο διευθυντής δίνει μία και ρίχνει τα πράγματα κάτω από το γραφείο και διατάζει να φωνάξουν την αστυνομία. Όταν ήρθαν οι αστυνομικοί, τους ζήτησε να συλλάβουν τον πρόεδρο του Σωματείου Μουσικών.
»Όταν τον ρώτησαν γιατί, τους απάντησε ότι η τελευταία εγκύκλιος που κυκλοφόρησε στην Ουάσινγκτον έλεγε πως ό,τι δεν το έχει η Αμερική, το κρατάει. Και αυτός όχι μόνο δεν θέλησε να το κρατήσει, θέλησε να το διώξει κιόλας. Ευτυχώς, η υπόθεση έληξε εκεί και δεν τον συνέλαβαν. Ο διευθυντής μού έβγαλε την πράσινη κάρτα και μου είπε: “Αύριο, έλα στο γραφείο μου στις 11 το πρωί. Δεν σε κρατάμε με το ζόρι. Αν θέλεις όμως να μείνεις, θα σε κάνω Αμερικανό”.
»Του ζήτησα να φέρω και τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, τ’ αδέρφια μου, τον πατέρα μου και τη μάνα μου που ήταν στην Ελλάδα, κι αυτός απάντησε ότι θα έφερνε όλους τους συγγενείς α’ βαθμού. Και πράγματι, έμεινα και έφερα και την οικογένειά μου».
Η φήμη του Πετρολούκα Χαλκιά διαδόθηκε στους κύκλους των μουσικών της τζαζ στη Νέα Υόρκη. Έτσι, ένα βράδυ, στο μαγαζί όπου έπαιζε ο Έλληνας, εμφανίστηκαν οι Μπένι Γκούντμαν και Λούις Άρμστρονγκ. Σε ένα διάλειμμα, ζήτησαν από τον σερβιτόρο να φέρει τον νεαρό μουσικό στο τραπέζι τους.
«Ο Μπένι Γκούντμαν τού ζήτησε να με ρωτήσει πώς έπαιξα όλα αυτά τα τραγούδια χωρίς αναλόγιο, πώς ήταν δυνατόν να τα ξέρω όλα απ’ έξω. “Εμείς είμαστε παραδοσιακοί, δημοτικοί μουσικοί της Ελλάδας. Δεν γράφουμε και δεν διαβάζουμε μουσική, αλλά ό,τι περνάμε στα κομμάτια, το κρατάμε στο μυαλό μας”, του είπα.
»Με ξαναρωτάει: “Γιατί δεν είχες αναλόγιο; Δεν πήγες στο σχολείο”; Τον κοίταξα και του λέω: “Γεννήθηκα το 1934 και από το ’40 μέχρι το ’48 είχαμε πόλεμο. Πήγα δύο χρόνια στο σχολείο για να μάθω να γράφω και να διαβάζω. Τίποτε άλλο”.
»Γυρνάει στον Άρμστρονγκ και του λέει: “Αυτά τα κακά μάς έκανε ο πόλεμος. Φαντάσου τι θα έκανε αυτός ο άνθρωπος, αν έγραφε και διάβαζε!”».