Για χρόνια έμεινε στο περιθώριo της Ιστορίας, επισκιασμένη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρά τις φωτογραφίες-ντοκουμέντα και τη μαρτυρία, παρά τις αναφορές στην Ευρώπη, το «έρχονται» που φώναζαν οι Έλληνες εκείνη τη μοιραία μέρα ήταν μια υποσημείωση. Όμως, η σφαγή στη Φώκαια της Μικράς Ασίας τον Ιούνιο του 1914, μαζί με το Μαύρο Πάσχα των Θρακών τον Απρίλιο, ήταν η… εισαγωγή στη Γενοκτονία των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής.
Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους Βαλκανικούς Πολέμους οδήγησε τους Νεότουρκους στην εφαρμογή ενός σχεδίου εκκαθάρισης της Αυτοκρατορίας από τα ξένα στοιχεία.
Την άνοιξη του 1914, κατά τη διάρκεια μιας ακόμη ελληνοτουρκικής κρίσης για το μέλλον των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, ξεκίνησε το οργανωμένο σχέδιο εκτοπισμού των χριστιανικών πληθυσμών της Περγάμου, του Δικελί, της Φώκαιας καθώς και των χωριών του Αδραμυττηνού Κόλπου και των Δαρδανελλίων.
Η Σφαγή της Φώκαιας άρχισε στις 12 Ιουνίου και ήταν από τις πιο βίαιες επιθέσεις εκείνου του καλοκαιρού. Διαπράχθηκε από οργανωμένες τουρκικές ομάδες σε μια πόλη που κατοικούνταν από ακμαίο ελληνικό στοιχείο, και υποστηρίχθηκε οικονομικά από το οθωμανικό κράτος.
Μάρτυρας ο Γάλλος αρχαιολόγος και μηχανικός Φελίξ Σαρτιό (Félix Sartiaux). Με άδεια της γαλλικής κυβέρνησης από το 1913 έκανε έρευνες στην Παλαιά Φώκαια αναζητώντας την αρχαία μητρόπολη της Μασσαλίας, αποικία των Φωκαέων Μικρασιατών.
Σε εκείνον ανήκουν και οι φωτογραφίες που αποτυπώνουν το μέγεθος της φρίκης. Το αρχείο του ήταν «χαμένο» ως το 2005. Ο ιστορικός φωτογραφίας Χάρης Γιακουμής το ανακάλυψε στο Παρίσι, μαζί με κείμενα σχετικά με τα γεγονότα που ο χρόνος και η ιστορία οδήγησαν στη λήθη.
Σήμερα η πιο διάσημη φωτογραφία είναι αυτή που δείχνει έναν από τους τσέτες να κρατά ένα γυναικείο παρασόλι καθώς διασχίζει τον παραλιακό δρόμο· κοιτά ευθεία στο φακό. Πίσω του άλλοι τσέτες φορτωμένοι λάφυρα, Έλληνες μπροστά από το σπίτι του αρχαιολόγου (διακρίνεται η γαλλική σημαία) και κάποιοι που καλούν με απόγνωση πλοιάρια, για να τους βοηθήσουν.
Αποσπάσματα από τη μαρτυρία του Γάλλου
«Ουρλιαχτά ακούγονται, αλαλιασμένοι άνθρωποι φεύγουν τρέχοντας με τα ρούχα σκισμένα και το πρόσωπο ματωμένο, ενώ οι πληγωμένοι σέρνονται στο κατώφλι. Όσοι επιτιθέμενοι είχαν μπει με τη βία στα σπίτια βγαίνουν με τις αγκαλιές φορτωμένες μπόγους που τους στοιβάζουν βιαστικά σε μεγάλα κοφίνια πάνω στα ζώα τους».
«Το πλήθος ορμάει προς τις προκυμαίες αναζητώντας με το βλέμμα πλεούμενα για να φύγει. Όλα σχεδόν τα πλεούμενα έχουν εξαφανιστεί από την προηγούμενη».
«Επικρατεί τέτοιος πανικός ώστε άλλη γυναίκα πνίγεται μπροστά στα μάτια μας, σε σημείο της ακτής όπου το νερό δεν ξεπερνάει τους 60 πόντους. Φωνές φρίκης απαντούν στους πυροβολισμούς. Εγκαταλείπω την ιδέα να περιγράψω όλες τις σκηνές που διαδραματίζονται μπροστά μας. Η συνοικία μας βρίσκεται στην άκρη της θάλασσας, τα σπίτια είναι αραιά χτισμένα, με κήπους γύρω. Η περιοχή είναι ανοιχτή και σχετικά εύκολα μπορείς να φύγεις και να ξεφύγεις από τους φονιάδες».
«Λεηλατούν, πυρπολούν, σκοτώνουν ψυχρά, χωρίς μίσος, κατά μια έννοια μεθοδικά. Επικεφαλής τους είναι δύο άτομα που πολλοί γνωρίζουν στην περιοχή ως ενεργά μέλη της τοπικής Επιτροπής “Ένωσις και Πρόοδος”. Εφαρμόζουν πρόγραμμα που τους έχουν σχεδιάσει στο όνομα των ανώτερων συμφερόντων της Αυτοκρατορίας και της θρησκείας. Η λεηλασία, οι προσωπικές εκδικήσεις, ο βιασμός είναι ο μισθός τους».
«Τι έγινε στα λαβυρινθώδη σοκάκια, όπου είναι κρυμμένος ο όγκος του πληθυσμού; Τι φρικαλεότητες να έγιναν στη σκιά, μακριά από το επικριτικό μας βλέμμα;».
«Όλη τη μέρα του Σαββάτου 13 Ιουνίου μέχρι τις 7 περίπου το βράδυ εκτυλίσσονται ταυτόχρονα οι σκηνές των δύο μεγάλων πράξεων του δράματος: η οικτρή έξοδος και η αναίσχυντη λεηλασία».
«Στις 7 το βράδυ η καταστροφή είχε ολοκληρωθεί. Μετά βίας 24 ώρες. Δεν μπορώ να μη συγκινούμαι όταν σκέφτομαι ότι η ζωή της παλιάς μητρόπολης της Μασσαλίας έσβησε ανάμεσα στις πτυχώσεις της σημαίας μας!».
«Έφυγαν χωρίς το παραμικρό, αφού τους άρπαξαν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Μαζί τους πήραν μονάχα ό,τι ρούχα φορούσαν πάνω τους, αφού από ορισμένους άρπαξαν ακόμα και τα παπούτσια. Στην προκυμαία, όπου τους επιβιβάζουμε στα πλεούμενα, τους ταλαιπωρούν και πάλι αρπάζοντας, οι άπληστοι, από τις γυναίκες δέματα με κουρέλια και υποβάλλοντας σε σωματική έρευνα άντρες, γυναίκες και παιδιά για να τους πάρουν τα πουγκιά τους και ό,τι μικροαντικείμενα μπορεί να έκρυβαν πάνω τους».
Ο Φελίξ Σαρτιό αναγνώρισε Τούρκους χωρικούς της περιοχής που έλαβαν εντολές για «ν’ αποδώσουν δικαιοσύνη». Είδε ντουφέκια Μαρτίνι και βραχύκανα μουσκέτα πυροβολικού και διαπίστωσε ότι εκτός από τους τέσσερις χωροφύλακες που προστάτευαν τη γαλλική αποστολή κανένας άλλος, μέλος της τριανταμελούς φρουράς ή αξιωματικός, δεν έκανε κάτι για να εμποδίσει φόνο ή λεηλασία.
Με τους συνεργάτες του κατάφερε να φυγαδεύσει χιλιάδες Φωκαείς που κινδύνευαν να λιντσαριστούν. Έκρυψαν τα γυναικόπαιδα, τους ζήτησαν να ράψουν τρίχρωμα πανιά σκίζοντας γαλλικές σημαίες και σεντόνια και έβγαλαν τις σημαίες στα μπαλκόνια σαν ασπίδα. Την ίδια ώρα έφιπποι τσέτες με φιτίλια βουτηγμένα στο πετρέλαιο έκαιγαν σπίτια.
Από τους περίπου 7.000 Έλληνες τις Φώκαιας με την πρώτη καραβιά έφυγαν περίπου 3.000 για τη Θεσσαλονίκη και με τη δεύτερη άλλοι 2.000 για τον Πειραιά. Πρόσφυγες από τα γύρω χωριά ενώθηκαν μαζί τους για να σώσουν τις ζωές τους.
Κατά τον Φελίξ Σαρτιό, μέχρι και τον Ιούλιο του 1914 οπότε και εγκατέλειψε την Ανατολή, ο αριθμός των εκδιωγμένων ανερχόταν περίπου σε 125.000 και τα κέρδη απ’ όλη την επιχείρηση σε 5 εκατομμύρια. Παρά τη μαρτυρία του, τις φωτογραφίες του και την προσπάθειά του, απέτυχε να συγκινήσει –ή ακόμα και να ειδοποιήσει εγκαίρως– την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.