Χαψία, ξάν, χαψία,
και ντ’ έμορφα μαγ’ρεύ’ ατα,
η θεία μ’ Ευδοξία.
Για τις λαϊκές τάξεις του παραθαλάσσιου Πόντου το χαψί αποτελούσε μαζί με το καλαμπόκι και τα φασόλια ένα από τα βασικότερα είδη διατροφής, γι’ αυτό και η εποχή της αλίευσής του μετατρεπόταν σε πανηγύρι για ολόκληρη την κοινότητα.
Ενώ για τις ευπορότερες τάξεις η μεταφορά γινόταν με άλογα από την παραλία στο χωριό, για τις φτωχότερες τάξεις η μεταφορά γινόταν από τις γυναίκες.
Οι παρέες των γυναικών περνούσαν από τους μαχαλάδες κάνοντας στάσεις για να ξεκουραστούν.
Στα Σούρμενα υποχρεωτική στάση γινόταν στην πέτρινη γέφυρα στο Πεντέκ, όπου έτρωγαν και κάτι, και στη συνέχεια έφταναν στο χωριό γύρω στο σούρουπο, οπότε ετοιμάζονταν για το καθάρισμα των ψαριών, το κούλισμα.
Σε κάθε κούλισμα μαζεύονταν αρκετές γειτόνισσες ύστερα από πρόσκληση της οικοδέσποινας.
Χαρακτηριστική περιγραφή του κουλίσματος δίνει ο Ντίνος Σουρμένης σε άρθρο του στα Ποντιακά Φύλλα 1 (1936):
«Άναβαν λοιπόν τη λάμπα, άναβαν και την παρακαμή, που εξαιρετικά κείνο το βράδυ ρίχνανε και χοντρά κουρία. Στήνανε στη μέση του σπιτιού ένα τραπέζι χαμηλό και στρογγυλό, και χύνανε πάνω τα χαψιά. Γύρω σ’ αυτό το τραπέζι εκάθοντο σταυροπόδι οι γυναίκες και τα κορίτσια έχοντας μπροστά τους ιδιαίτερα σκεύη για τα καθαρισμένα χαψιά, και για τα κεφάλια τους που κόβανε, για τα “κουλίδια“. Και άρχιζε το “κούλισμα” με διάφορες κουβέντες για τα χαψιά, αν είναι μεγάλα, φρέσκα, παχειά, ποιος τους ειδοποίησε, πώς κατέβηκαν στο γιαλό, πώς αγοράσανε, από ποιον και πόσο, και τελευταία πώς ανεβήκανε και ποιους άλλους συναντήσανε. Κατόπιν αρχίζανε διάφορα εύθυμα ανέκδοτα και παραμύθια, που προκαλούσαν τα γέλοια όλων […]
»Σ’ όλο το διάστημα του “κουλίσματος” ένα από τα μικρότερα παιδιά του σπιτιού, που δεν έπαιρνε μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, κουβαλούσε νερό σ’ όσες διψούσαν. […] Η πιο γεροντότερη του σπιτιού σηκωνότανε απ’ το “κούλισμα” νωρίτερα απ’ τις άλλες, διάλεγε τα πιο μεγάλα χαψιά, τάπλενε, ταλεύρωνε, ταλάτιζε και ταράδιαζε κυκλικά μέσα στο τηγάνι, κι αμέσως τάβαζε στη φωτιά της “παρακαμής” να τηγανιστούν. Σε λίγο τελείωνε το “κούλισμα” κι αφού πλενόντουσαν όλες, καθόντουσαν γύρω σ’ άλλο τραπέζι και τρώγανε.
»Αν το “κούλισμα” τελείωνε νωρίς, όλες πηγαίνανε στα σπίτια τους, αν όμως περνούσαν τα μεσάνυχτα, όπως συνέβαινε τις περισσότερες φορές, τότε στρώνανε και πάνω στο ταχταπός και κάτω στο ξεήρ και κοιμόντουσαν. Το πρωί τα χαψιά τα πλένανε και τ’ αλατίζανε, μερικά με λίγο αλάτι για την κοντινή χρήση και τα λέγανε “μελίπαστα“, τα πιο πολλά δε με πολύ αλάτι για τη χρήση όλης της χρονιάς και τα λέγανε “βαρύπαστα“. Αφού δε τ’ αλατίζανε, τα συσκευάζανε σε γκαζοτενεκέδες είτε σε βαρελάκια, τα σκεπάζανε καλά για να μη χαλάσουν και τα τοποθετούσανε στις αποθήκες τους».
Κάποιες φορές, το πλεόνασμα είτε το πουλούσαν σε χαμηλές τιμές, είτε το έδιναν δωρεάν για λίπασμα στα χωράφια.
Χαρακτηριστική ήταν η αργατία από γυναίκες, για το κούλισμαν, δηλαδή το καθάρισμα των κορμιών των χαψιών από τα κεφάλια τους που γινόταν σε μεγάλες ποσότητες, για να παστωθούν (αλυκά χαψία). Κατά τη διάρκεια αυτής της αργατίας τραγουδούσαν οι γυναίκες:
– Μάννα, επιάσανε με
– Μη φογάσαι, καλόν έν’.
– Μάννα, έβαλανε με σο καΐκ’
– Μη φογάσαι, καλόν έν’.
– Μάννα, έβαλανε με σο καλάθ’
– Μη φογάσαι, καλόν έν’.
– Μάννα, εκούλισανε με
– Μη φογάσαι, καλόν έν’.
– Μάννα, εσέγκανε με σο τηγάν’
– Μη φογάσαι καλόν έν’.
– Μάννα, τρώγ ‘νε με και στέκουνε
– Μη φογάσαι, καλόν έν’.
– Μάννα, εφάγανε με
– Μη φοβάσει, καλόν έν.
Πηγές