Η απόφαση του Εφετείου της Ισμαηλίας για τη δήμευση της περιουσίας της Μονής Αγίας Αικατερίνης στο Σινά δεν είναι απλώς ένα εσωτερικό αιγυπτιακό ζήτημα. Είναι ένα πολυεπίπεδο γεγονός που αγγίζει την καρδιά της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας, θέτει σε δοκιμασία τις ελληνοαιγυπτιακές σχέσεις, και αποκαλύπτει τις γεωπολιτικές εντάσεις μιας περιοχής που σπαράσσεται μεταξύ ισλαμικού φονταμενταλισμού, κρατικού αυταρχισμού και διεθνούς αδιαφορίας.
Η Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης, με ιστορία που ξεκινά τον 6ο αιώνα, αποτελεί το αρχαιότερο εν λειτουργία χριστιανικό μοναστήρι στον κόσμο.
Είναι Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, φάρος ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, σύμβολο της θρησκευτικής ανεκτικότητας και διαθρησκειακής συνύπαρξης. Από τον Ιουστινιανό και τον Μωάμεθ έως τον Ναπολέοντα, δεκάδες ηγεμόνες αναγνώρισαν την ιστορική, πνευματική και νομική αυτονομία της. Η ίδια η Αχτιναμέ, το ιστορικό έγγραφο προστασίας που φέρει το αποτύπωμα του Προφήτη του Ισλάμ, επιβεβαιώνει έναν θεσμό που, για περισσότερους από δεκαπέντε αιώνες, παρέμεινε αλώβητος από τις εναλλαγές εξουσιών.
Κι όμως, το 2025, ένα δικαστήριο της Αιγύπτου αποφασίζει ότι η ιδιοκτησία και περιουσία της Μονής ανήκει πλέον στο κράτος. Η δικαιολογία βασίζεται σε νόμους περί αρχαιοτήτων, μετατρέποντας έναν ζωντανό θρησκευτικό οργανισμό σε «μουσειακή έκθεση» υπό την κρατική εποπτεία. Οι μοναχοί διατηρούν θεωρητικά το δικαίωμα να συνεχίσουν τη ζωή τους εκεί, αλλά χωρίς νομική κατοχύρωση και χωρίς εγγυήσεις ιδιοκτησίας. Είναι η αρχή της σταδιακής αποελληνοποίησης ενός μνημείου παγκόσμιας σημασίας.
Η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης υπήρξε, κατά γενική ομολογία, υποτονική.
Επικλήσεις της φιλίας με τον πρόεδρο Σίσι, διαρροές περί δήθεν παρεξηγημένης απόφασης, και ελπίδες για μια πολιτική λύση, χωρίς θεσμικές εγγυήσεις.
Ας μην γελιόμαστε. Η απόφαση του εφετείου δεν είναι απλώς νομική. Είναι προϊόν ενός πολιτικού κλίματος που ανέχεται τις πιέσεις φονταμενταλιστικών κύκλων, που βλέπουν τη χριστιανική παρουσία στην Αίγυπτο ως ξένο σώμα. Από την περίοδο των Αδελφών Μουσουλμάνων έως σήμερα, υπήρξαν τρομοκρατικές επιθέσεις κατά της Μονής, επαναλαμβανόμενες διεκδικήσεις κρατικής ιδιοκτησίας και διοικητικής υπαγωγής. Το Κάιρο, υπό την ηγεσία του Σίσι, έχει μεν αντιπαρατεθεί στους ισλαμιστές, αλλά δεν παύει να χρησιμοποιεί εθνικιστικά εργαλεία ελέγχου της κοινωνίας, μεταξύ αυτών και των θρησκευτικών θεσμών.
Το σκηνικό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη ένταση αν δούμε την υπόθεση μέσα από το πρίσμα των ελληνοαιγυπτιακών σχέσεων. Η Ελλάδα, την τελευταία δεκαετία, επένδυσε στρατηγικά στη συνεργασία με την Αίγυπτο. Από την ΑΟΖ στο Ιόνιο και την Ανατολική Μεσόγειο, έως την κοινή στάση για τη Λιβύη και την ενεργειακή ασφάλεια. Η Αθήνα πίστεψε ότι η σύμπλευση με το καθεστώς Σίσι θα εξασφάλιζε μακροχρόνια σταθερότητα. Όμως η γεωπολιτική δεν βασίζεται στην ευγνωμοσύνη, αλλά στο συμφέρον. Και όταν το Κάιρο βλέπει την Ελλάδα να ταυτίζεται απόλυτα με την ισραηλινή πολιτική, ειδικά εν μέσω της κρίσης στη Γάζα, ερμηνεύει τη στάση αυτή ως επιθετική. Μην ξεχνάμε: Το Σινά είναι δίπλα στη Γάζα.
Η συγκυρία δεν είναι τυχαία. Η απόφαση για τη Μονή έρχεται λίγες εβδομάδες μετά τις αιγυπτιακές επικρίσεις για την παθητική στάση της Ελλάδας στη σφαγή της Γάζας και τη διευκόλυνση του ισραηλινού αποκλεισμού. Ο Σίσι, που ασφυκτιά εσωτερικά και διεθνώς, χρειάζεται να δείξει στο κοινό του ότι διαφυλάσσει την εθνική κυριαρχία. Κι αν η Μονή Σινά μοιάζει με ασήμαντο σύμβολο για κάποιους τεχνοκράτες στην Αθήνα, για την αιγυπτιακή πλευρά είναι τρόπος να στείλει μηνύματα: προς την Ελλάδα, προς το Ισραήλ, προς το εσωτερικό της. Ότι το κράτος διαφεντεύει τα εδάφη του. Ότι οι ξένοι δεν κάνουν κουμάντο.
Η υπόθεση, βέβαια, έχει και διεθνή νομική διάσταση. Σύμφωνα με τη Σύμβαση της UNESCO του 1972, τα κράτη υποχρεούνται να προστατεύουν τα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς όχι μόνο ως εθνικά αγαθά, αλλά ως κοινά κληροδοτήματα της ανθρωπότητας. Η Μονή Σινά, ως τέτοιο μνημείο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε κρατικό μουσείο χωρίς παραβίαση των αρχών αυθεντικότητας, ακεραιότητας και ζωντανής λειτουργίας. Επιπλέον, η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και οι συμβάσεις της UNESCO για τη θρησκευτική ελευθερία καθιστούν την κρατική παρέμβαση στις μοναστικές δραστηριότητες, προβληματική.
Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να προσφύγει επίσημα, να ζητήσει έκτακτη παρέμβαση της UNESCO, να κινητοποιήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Συμβούλιο της Ευρώπης, τον ΟΗΕ. Αντί να αρκείται σε δηλώσεις καλής θέλησης του Αιγύπτιου προέδρου, θα μπορούσε να απαιτήσει θεσμικές εγγυήσεις: αναγνώριση της ιδιοκτησίας της Μονής, διατήρηση της διοικητικής της αυτονομίας, προστασία των μοναχών.
Το ζήτημα είναι και συμβολικό. Δεν είναι μόνο θέμα γης, αλλά υπόστασης. Όταν δεν έχεις εθνική υπόσταση, τρως σφαλιάρες από παντού.
Η υπόθεση της Μονής Σινά είναι καθρέφτης μιας Ελλάδας που έχει μάθει να σιωπά, να υποχωρεί, να συμβιβάζεται. Μιας διπλωματίας που υποτάσσεται στο επικοινωνιακό και μιας κοινωνίας που ανέχεται τη σταδιακή απαξίωση των θεσμών της πίστης, της ιστορίας και της ταυτότητας της.
Το Σινά δεν είναι μόνο ένας βράχος στην έρημο. Είναι η ανάσα της Ορθοδοξίας. Είναι η ελληνική ψυχή για δεκαπέντε αιώνες, εκεί όπου ο Θεός μίλησε για πρώτη φορά. Δεν μπορεί να σιωπήσουμε τώρα. Γιατί η σιωπή αυτή θα στοιχίσει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι φανταζόμαστε.