Οι δύο υποσχέσεις που έδωσε ο Χάρης Τσιρκινίδης όταν ήταν παιδί, σε έναν πρόσφυγα μοναχό από τον Άγιο Γεώργιο Περιστερεώτα και στην Πόντια μητέρα του, έμελλε να αποτελέσουν τη βάση για τη δημιουργία μιας από τις πιο επιτυχημένες ελληνικές τηλεοπτικές σειρές και τη μοναδική που εξιστορεί τους διωγμούς και τον αφανισμό των Ελλήνων του Πόντου από τους Νεότουρκους.
Ο Χάρης Τσιρκινίδης, συγγραφέας του βιβλίου «Το κόκκινο ποτάμι», πάνω στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη τηλεοπτική σειρά του ΟΡΕΝ, μετέφερε στο χαρτί όχι μόνο τις αναμνήσεις της μητέρας του από τη Γενοκτονία και την ιστορία της οικογένειάς του Μιλτιάδη Παυλίδη και της γυναίκας του Ιφιγένειας, αλλά κυρίως τις μαρτυρίες ξένων διπλωματών της εποχής, τις οποίες κατάφερε να συγκεντρώσει με επισταμένη έρευνα σε βάθος χρόνων.
Αποτέλεσε τη μοναδική τηλεοπτική σειρά στην ελληνική τηλεόραση που κατάφερε να εξιστορήσει τους διωγμούς και τον αφανισμό των Ελλήνων του Πόντου από τις πατρογονικές του εστίες, την περίοδο 1919 – 1923.
Και αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το τηλεοπτικό κοινό, όπως μαρτυρούσαν κάθε εβδομάδα οι μετρήσεις της τηλεθέασης.
«Ένας από τους σκοπούς αυτού του έργου ήταν να αναγνωριστεί διεθνώς η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, όχι μόνο για τη δική μας ικανοποίηση και το αίσθημά δικαίου, αλλά επειδή ένα έγκλημα που δεν τιμωρείται, ιστορικά επαναλαμβάνεται» είχε δηλώσει ο σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης σε συνέντευξή του στο «Πρώτο Θέμα» μετά την ολοκλήρωση της σειράς.
Και με αφορμή την επέτειο της 19ης Μαΐου, οι ηθοποιοί της σειράς είχαν δημιουργήσει ένα σύντομο βίντεο για την ανθεκτικότητα και το πείσμα των Ποντίων, ενάντια στον ξεριζωμό και τις αγριότητες που υπέστησαν, καθώς οι Τούρκοι, παρά τα όσα έκαναν, δεν κατάφεραν ποτέ να κλέψουν την πόντια ψυχή.
Οι οικογενειακές ρίζες στο Ακ Νταγ Ματέν
Το 1828 οι μεταλλωρύχοι πρόγονοι του Χάρη Τσιρκινίδη είχαν μετακομίσει από την Αργυρούπολη στη γεμάτη μεταλλεία κωμόπολη Ακ Νταγ Ματέν, στον εσωτερικό Πόντο, στα σύνορα με την Καππαδοκία.
Ο πατέρας του οδηγήθηκε από τους Τούρκους στα αμελέ ταμπουρού από όπου κατάφερε να δραπετεύσει και μετά από περιπλάνηση μαζί με τον αδελφό του στην Κερασούντα και σε πολλά άλλα μέρη του Πόντου και της Μικράς Ασίας, κατέληξε το 1919 στη Μερσίνα. Από εκεί πέρασε στην Καβάλα με ένα γαλλικό πλοίο.
Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών όλοι οι χωριανοί του είχαν έρθει στη Λεκάνη Καβάλας και πήγε να εγκατασταθεί μαζί τους. Ο ίδιος είχε χάσει τη γυναίκα του κατά τον ξεριζωμό και στη Λεκάνη παντρεύτηκε τη μητέρα του Χάρη Τσιρκινίδη, η οποία ήταν από το χωριό του και χήρα, καθώς ο άντρας της είχε πεθάνει στα αμελέ ταμπουρού. Το 1938 απέκτησαν τον γιο τους, Χάρη.
Γείτονάς τους στη Λεκάνη Καβάλας ήταν ένας Πόντιος πρόσφυγας, καλόγερος από τη μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα. Ο μικρός Χάρης παρατηρούσε τον καλόγερο να διαβάζει διάφορα βιβλία, κι όταν έλειπε, τρύπωνε στο σπίτι του, έπαιρνε κάποιο βιβλίο και αφού το διάβαζε, το επέστρεφε κρυφά.
«Ο καλόγερος το ήξερε, αλλά έκανε τα στραβά μάτια αφού έβλεπε ότι επιστρέφω τα βιβλία» είχε δηλώσει ο ίδιος ο συγγραφέας σε παλιότερη συνέντευξή του στο PontosNews.
«Το 1948, όταν το χωριό μας βομβαρδίστηκε από κομμουνιστές στον Εμφύλιο, με πήρε σπίτι του ο καλόγερος και μου έδειξε ένα κιβώτιο με βιβλία στο υπόγειο, στα οποία υπήρχαν και κάποια έγγραφα με την ιστορία της οικογένειάς του. Με εξόρκισε να ερευνήσω και να γράψω την ιστορία αυτή, όταν μεγάλωνα. “Εδώ, στα κιβώτια, θα βρεις πάθη και μαρτυρίες για τη μεγάλη Καταστροφή μας. Όμως θα έχεις την ευχή μου, αν ποτέ γράψεις για τις περιπέτειες ενός εγκάρδιου φίλου μου, του Μιλτιάδη Παυλίδη και της αγαπημένης του γυναίκας Ιφιγένειας”, μου είχε πει τότε.
»Ήταν το πρώτο ερέθισμα για να αρχίσω να ερευνώ και η πρώτη υπόσχεση που έδωσα ότι θα το κάνω. Τη δεύτερη υπόσχεση την έδωσα στη μάνα μου, να μεταφέρω τα γεγονότα που μου διηγούταν από τη Γενοκτονία», είχε εκμυστηρευτεί.
Στην πορεία της ζωής του, ως διπλωματικός ακόλουθος Άμυνας στις ελληνικές πρεσβείες στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες και στη Μαδρίτη, άρχισε την έρευνα για την εποχή της Γενοκτονίας του ελληνισμού της Ανατολής μελετώντας διπλωματικά αρχεία σε Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία, Γερμανία, Βρετανία και Ελβετία (τα αρχεία της Κοινωνίας των Εθνών).
Αφού διασταύρωσε τις μαρτυρίες, τις μετουσίωσε σε τέσσερα βιβλία για τη Γενοκτονία του ελληνισμού της Ανατολής: «Επιτέλους τους ξεριζώσαμε», «Έχω όπλο την αγχόνη», «Συνοπτικές ιστορίες της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής», «Το κόκκινο ποτάμι» και το βιβλίο «Αγώνες χωρίς δικαίωση για την Κύπρο».
Παράλληλα, αποτέλεσε μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας που κατέθεσε το 1998 υπόμνημα για τη Γενοκτονία του ελληνισμού της Ανατολής στα γραφεία του ΟΗΕ, μαζί με βουλευτές, εκπροσώπους του οργανωμένου ποντιακού χώρου και ακαδημαϊκούς.
Από το βιβλίο, στην τηλεοπτική σειρά
Όταν ο σκηνοθέτης Μανούσης Μανουσάκης θέλησε να ασχοληθεί µε τον Ελληνισµό του Πόντου, αναζητούσε ένα λογοτεχνικό θέµα, καθώς δεν ήθελε να µείνει µόνο στα ντοκουµέντα. Άρχισε την έρευνα, και όσο προχωρούσε διαπίστωσε ότι κανείς δεν γνώριζε τις λεπτομέρειες, την ανέλιξη των καταστάσεων και πώς αυτές συνδέονταν µε γεωπολιτικά συμφέροντα τη συγκεκριμένη εποχή.
«Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουµε τα δεινά που υπέστη ο Ποντιακός Ελληνισµός. Ξεκινώντας µια έρευνα για αυτή την ιστορική περίοδο, βρέθηκε στα χέρια µου το βιβλίο του Χάρη Τσιρκινίδη, το οποίο αποδείχθηκε ένα χρυσωρυχείο πληροφοριών και γνώσεων» είχε δηλώσει στην εφημερίδα «Έθνος».
Ήταν η πρώτη φορά που η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, μία από τις πλέον τραγικές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας επρόκειτο να αποτελέσει το επίκεντρο μιας τηλεοπτικής σειράς.
«Ήταν πραγματικά ένα ταξίδι ιστορικής γνώσης. Κανένα περιστατικό ή συμβάν που είδαμε στη σειρά δεν είναι φανταστικό. Όλα βασίζονται σε μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα. Αποτυπώσαμε ό,τι μπορούσε να αποτυπωθεί και ό,τι μπορούσε ο τηλεθεατής να ανεχθεί. Γιατί αυτά που έγιναν και οι φρικαλεότητες ήταν πολύ πιο ακραίες από αυτά που εμείς επιλέξαμε να καταγράψουμε. Ήταν πράγματα που δεν μπορούσαμε να τα καταγράψουμε. Εγκλήματα που δεν τιμωρούνται, επαναλαμβάνονται. Για να μην επαναληφθεί γενοκτονία στον κόσμο, αυτή η Γενοκτονία πρέπει να τιμωρηθεί, τώρα τουλάχιστον μόνο με την αναγνώριση, αυτό είναι το μόνο όπλο που έχουμε, ώστε αυτό να είναι η τιμωρία αυτών που την εκτέλεσαν» είχε δηλώσει ο σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης σε τηλεοπτική εκπομπή, κατά τα γυρίσματα του τελευταίου επεισοδίου
Η υπόθεση
Κι έτσι, «Το Κόκκινο Ποτάμι» άρχισε να κυλά, ξετυλίγοντας μια σειρά από γεγονότα στην κωμόπολη Ακ Νταγ Ματέν του νομού Άγκυρας το Μάιο του 1895, όταν η οικογένεια του Γεωργίου Παυλίδη αρραβώνιαζε το 12χρονο γιο της, Μίλτο, µε την μόλις 9χρονη Ιφιγένεια, κόρη του Μιχάλη και της Σοφίας Νικολαΐδη.
Στη συνέχεια, οι ραγδαίες πολιτικο-κοινωνικές εξελίξεις κλυδώνισαν τον ελληνισμό του Πόντου και επηρέασαν καθοριστικά τη ζωή των ηρώων. Οι επιθέσεις φανατικών Τούρκων ανάγκασαν τις οικογένειες Παυλίδη και Νικολαΐδη, να εγκαταλείψουν τον τόπο τους.
Η σειρά μπορεί να είχε σε πρώτο πλάνο τον έρωτα των δύο νέων, όµως στο φόντο μπορούσε κάποιος να διακρίνει την αναλγησία των Μεγάλων ∆υνάµεων µπροστά στα συµφέροντα, τις συµµαχίες και τις αντιπαλότητες των Δυτικών.
Παράλληλα µε τη στάση των «ξένων» διαγραφόταν στο υπόβαθρο και η στάση της ελληνικής πολιτείας. Σε µια στιγµή που στην άλλη άκρη του Αιγαίου αφανίζονταν άνθρωποι κατά εκατοντάδες χιλιάδες, στην Ελλάδα επικρατούσε διχασµός μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών, παρά το γεγονός ότι το τέλος του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου βρήκε την Ελλάδα στην πλευρά των νικητών.
Το έργο όµως, που ολοκληρώθηκε σε 30 επεισόδια, δεν είναι πολιτικό. Αφηγείται τον θυελλώδη έρωτα των δύο βασικών πρωταγωνιστών του, Μίλτου και Ιφιγένειας, που μέσα από δραματικές και απάνθρωπες ιστορικές συνθήκες, προσπάθησαν να είναι μαζί.
Η πρωτοφανής επιτυχία
Η σειρά είχε τεράστια απήχηση στο τηλεοπτικό κοινό, όπως μαρτυρούσαν κάθε φορά οι μετρήσεις τηλεθέασης και μάλιστα επαναπροβλήθηκε στη μορφή τηλεταινιών, οι οποίες μεταγλωττίστηκαν και στη ρωσική γλώσσα.
Σε κάθε επεισόδιο υπήρχαν δεκάδες σκηνές σε φυσικούς χώρους, με στόχο να αποτυπωθεί πιστά το κλίμα της εποχής, αλλά και το δράμα του ποντιακού ελληνισμού.
Γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, όπως Ξάνθη, Τρίκαλα, Δράμα, Πειραιά, Βέροια, Λαύριο κ.α., όσο και στο εξωτερικό, με εντυπωσιακά πλάνα εποχής από το Παρίσι και την Αγία Πετρούπολη.
Στη σειρά συμμετείχαν 171 ηθοποιοί και περισσότεροι από 1.500 κομπάρσοι. Το πολυπληθές συνεργείο περιελάμβανε και καθηγητές τουρκικής, ρωσικής, αρμενικής και γαλλικής γλώσσας, καθώς και της ποντιακής διαλέκτου.
Χρησιμοποιήθηκαν 629 κοστούμια εποχής με την επιμέλεια της ενδυματολόγου Μαρίας Μαγγίρα, η οποία μελέτησε υλικό εποχής από φωτογραφίες, σκίτσα και γκραβούρες.
Τα επεισόδια της σειράς, καθώς και οι τηλεταινίες είναι διαθέσιμες στην ιστοσελίδα του ΟΡΕΝ στο διαδίκτυο.