Ο Ηρακλής Σπανόπουλος γεννήθηκε στον οικισμό Ατσίτενο, ο οποίος ήταν κτισμένος σε πλαγιά 11,5 χλμ. από τον Εύξεινο Πόντο και 5 χλμ νοτιοανατολικά της Ινέπολης. Ο πληθυσμός του οικισμού αποτελούνταν (κατά προσέγγιση) από 150 ελληνικές οικογένειες και 40 τουρκικές.
Οι περίπου 700 Έλληνες, κατά παράδοση γηγενείς, χρησιμοποιούσαν μια τοπική ελληνική διάλεκτο. Μεταγενέστερα εγκαταστάθηκαν στον οικισμό ορισμένες οικογένειες κυρίως από τη Ρωσία, την Κωνσταντινούπολη και τη Σινώπη.
Διατηρούσαν εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Κωνσταντίνο και τετρατάξιο δημοτικό σχολείο με δύο δασκάλους. Οι κάτοικοι της περιοχής ήταν στην πλειονότητά τους έμποροι ή τεχνίτες, υποδηματοποιοί, ράφτες και σιδηρουργοί.
Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Ιούνιος μήνας ήτανε, το 1916, που μας εξορίσανε. Ήρθαν οι τζανταρμάδες και μας ειδοποιήσανε ότι θα φύγομε. Μας έδωσαν δυο-τρεις μέρες προθεσμία, για να μαζέψομε τα πράματά μας. Ό,τι μπορούσαμε από ρουχισμό να πάρομε, το πήραμε. Άλλα πράματα τα πουλήσαμε όσο κι όσο και πολλά αφήσαμε να μας τα φυλάξουν οι Τούρκοι. Όταν όμως γυρίσαμε, δεν βρήκαμε τίποτα.
Κατεβήκαμε στην Ινέπολη κι εκεί φορτώσαμε τα πράματά μας σε βοδάμαξες και ξεκινήσαμε. Σε μια μέρα φύγαμε σχεδόν όλοι. Μέρα-νύχτα βαδίζαμε. Κατ’ αρχήν μας πήγαν στο Τατάι. Από κει μας μοιράσανε σ’ ένα χωριό, Πεαζλάρ.
Μετά από πέντε μήνες, εμείς φύγαμε κρυφά και πήγαμε στην Κασταμονή, όπου καθίσαμε τον υπόλοιπο χρόνο της εξορίας, μέχρι το φθινόπωρο του 1918. Υποφέραμε πολύ από πείνα και κάθε είδους δυστυχία. Από τις κακουχίες πέθανε κόσμος πολύς. Ζούσαμε με δικά μας χρήματα. Εργαζόμαστε σε διάφορες δουλειές, όπου βρίσκαμε. Και το χαμάλη κάναμε, άνδρες και γυναίκες. Εγώ πήγα τσοπάνης σε κάποιον μπέη.
Όταν γυρίσαμε στο χωριό το βρήκαμε ερειπωμένο, τα σπίτια μας κατεστραμμένα. Αρχίσαμε από την αρχή, αλλά δεν προλάβαμε να τελειώσομε. Το 1920 εξορίσανε ξανά τους άνδρες, τους έστειλαν στα βάθη της Μικράς Ασίας, στη Μαλάτεια. Το 1922 έγινε ο δεύτερος διωγμός και άδειασε πια το χωριό […].
Εγώ έφυγα από το χωριό μου το 1920 και πήγα κι εργάσθηκα στο Ζονγκουλdάκ. Από τους πατριώτες μου έμαθα πως τ’ Ατσίτενο άδειασε τον Νοέμβριο του 1922. Οι Ατσιτονίτες έφυγαν ταυτοχρόνως και με τον ίδιο τρόπο που έφυγαν οι κάτοικοι και των άλλων χωρών της Ινέπολης. Εγώ τότε βρισκόμουν εξόριστος στην Κασταμονή. Οι τουρκικές αρχές μάς κατέβασαν στο Ζονγκουλdάκ κι από ‘κει ήρθα στην Ελλάδα μέσω Κωνσταντινουπόλεως.