Έπειτα από τις μεγάλες ανάσες που πήρε η Σινώπη με τον γυρισμό του Δεσπότη Γερμανού Καραβαγγέλη, και τις ιστορικές στιγμές που διαδραματίστηκαν με την πανηγυρική υποδοχή του και τη δοξολογία που τέλεσε, ο μητροπολίτης Αμασείας γύρισε μετά από ένα έτος εξορίας στην Επισκοπική του βάση, την Αμισό. Επέστρεψε στην ξακουστή Σαμψούντα που «διαγωνιζόταν» στην ομορφιά με την πρωτεύουσα των Μεγαλοκομνηνών την Τραπεζούντα. Τόση ήταν η χάρη της.
Οι Ρωμιοί είχαν ξεθαρρέψει. Στους ελληνικούς μαχαλάδες υπήρχε ένα κλίμα πατριωτικό.
Στις ταβέρνες και τα ουζερί ακούγονταν τραγούδια της ελεύθερης Ελλάδας. Ο Εθνικός Ύμνος ψαλλόταν σε κάθε εκδήλωση, σε κάθε τόπο, στα σχολεία, στις συγκεντρώσεις και στις εκκλησίες μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας.
Στον μητροπολιτικό ναό της Αγίας Τριάδας μπορούσες να ακούσεις από το προαύλιο της εκκλησίας τη στεντόρεια φωνή του μητροπολίτη να ψέλνει «χαίρε, ω χαίρε ελευθεριά»! Οι νέοι «μεθυσμένοι» από τον αέρα της λευτεριάς που ένιωθαν πως θα αναπνεύσουν πολύ σύντομα, τραγουδούσαν βροντόφωνα μέσα στα σοκάκια των ρωμαίικων μαχαλάδων:
«Ο Αβέρωφ[1] θα προβάλει με χαρά,
σαν δελφίνι εις της Πόλης τα νερά»!
Σε καλό να μας βγει, έλεγαν οι πιο επιφυλακτικοί.
Στην πόλη είχαν μαζευτεί πάνω από χίλια ορφανά που είχαν χάσει τους γονείς τους από τις διώξεις των Τούρκων το προηγούμενο διάστημα. Γι΄ αυτόν τον λόγο στη Σαμψούντα όπως άλλωστε και στις άλλες μεγάλες πόλεις του Πόντου, ιδρύθηκε ορφανοτροφείο.
Άνδρες και γυναίκες εργάζονταν νυχθημερόν για να απαλύνουν τον πόνο των μικρών προστατευόμενών τους. Το έργο τους δεν περιοριζόταν μόνο στην πρόσκαιρη ανακούφιση, διατροφή, καθαριότητα και ένδυση των μικρών ορφανών. Μεγάλη βαρύτητα δινόταν στην ψυχολογική στήριξη των παιδιών και στην εκπαίδευσή τους. Μέσω αυτής της φροντίδας και της αγάπης που ελάμβαναν οι μικροί αυτοί «ήρωες» ήλπιζαν οι φροντιστές τους πως θα ξεπεράσουν το σοκ και θα ιαθεί το τραύμα. Στην αρχή τα έξοδα που χρειάζονταν για να δουλέψει μια τόσο απαιτητική δομή καλύπτονταν από εύπορες οικογένειες Σαμψουνταίων. Στη συνέχεια έστειλε ενισχύσεις και ο Οργανισμός Περιθάλψεως Εγγύς Ανατολής «Νίαρ Ιστ» με την υποστήριξη ομογενών της Αμερικής.
Μεσαία σειρά: Δέσποινα Χατζησάββα, Αλεξάνδρα Στεφοπούλου, Σουλτάνα Αντώνογλου, Θελξινόη Γιαλτιζτζόγλου, Χαρίκλεια Μακρή, Αλεξάνδρα Γαβριήλογλου, Μελπομένη Κανατίδη και Μάνια Εμφιετζόγλου.
Άνω σειρά: Γαβριήλ Παπάζογλου, Αντώνιος Ανανιάδης και μις Νοξ της Αμερικανικής Περιθάλψεως Μέσης Ανατολής (πηγή: Χρονικά του Πόντου, τεύχος 23-24)
Ο Άγγλος αρμοστής κάπτεν Σάλτερ (ή Σόλτερ ή Σόλδερ σύμφωνα με άλλους μελετητές) σε συνεργασία με τον Γερμανό Καραβαγγέλη και μια επιτροπή από Ρωμιούς προύχοντες της Σαμψούντας και της Πάφρας, είχε σχεδιάσει στον χάρτη μια έκταση από την Ποντοηράκλεια μέχρι την Τραπεζούντα στα παραλιακά, και από την Κασταμονή μέχρι τη Σεβάστεια στα μεσόγεια. Αυτές οι εκτάσεις που περικλείονταν από κόκκινη μελάνη, θα αποτελούσαν την Αυτόνομη Δημοκρατία του Πόντου. Οι Ρωμιοί άρχισαν να πιστεύουν στο όνειρο.
Ο Μάης του 1919 ήταν διαφορετικός από όλους τους άλλους. Θαρρείς και προοιωνίζονταν τα γεγονότα. Ζέστη και άπνοια επικρατούσε στις παραθαλάσσιες πόλεις. Τα σπαρτά στην ενδοχώρα κινδύνευαν από την ξηρασία. Στα καπνοχώραφα του Πόντου οι αγρότες κατέβαλαν διπλάσια προσπάθεια ώστε να ανοίξουν αυλάκια και να εξασφαλίσουν την ύδρευση των χωραφιών από τους παραπόταμους. Στα μέσα του μήνα, στις 15 Μαΐου του 1919 μια είδηση έκανε πάλι τους Ρωμιούς να πανηγυρίσουν. Ο ελληνικός Στρατός αποβιβάστηκε στην Σμύρνη!
-Έρχεται η ώρα πατριώτες, ακούγονταν μέσα στα καφενεία. Η Σμύρνη μας ελευθερώθηκε, έρχεται και η σειρά μας.
Κι όλο κοίταζαν προς τη θάλασσα περιμένοντας να φανούν τα ελληνικά πολεμικά πλοία και να δουν την γαλανόλευκη στο κατάρτι τους. Πού είναι ο «Αβέρωφ» που τραγουδούσαν; Γιατί αργεί; Κάθε πρωί η Σαμψούντα περίμενε να φανούν τα γοργοκίνητα ελληνικά καράβια, όπως η Πηνελόπη περίμενε τον Οδυσσέα της. Αντί γι΄ αυτά όμως φάνηκε ένα κακορίζικο εμπορικό που έδεσε στον ντόκο της και κατέβασε στα αρχαία χώματά της ένα μοιραίο για το μέλλον της και για τον μέλλον όλου του ελληνισμού της Ανατολής πρόσωπο. Ήταν ένας άσημος ως τότε αξιωματικός από ένα μικρό τουρκοχώρι του Λαγκαδά. Είχε πολύ μίσος για τους Ρωμιούς, τον έλεγαν Μουσταφά Κεμάλ.
Ο Τούρκος αξιωματικός κατέβηκε στην αποβάθρα απέναντι από τις καπναποθήκες της «Τουτούν Μαρκεζί» και σήκωσε το χέρι του χαιρετώντας το ετερόκλητο πλήθος που τον περίμενε, αποτελούμενο από κουστουμαρισμένους Τούρκους αξιωματούχους έως εξαθλιωμένους κουρελήδες μουσουλμάνους.
-Μέρχαμπα, καρντασλάρ! Ειρήνη σε εσάς αδέλφια! Ένας τρομαχτικός θόρυβος, πρωτόγονοι αλαλαγμοί σε συνδυασμό με άναρθρες κραυγές και χειροκροτήματα, αναστάτωσε την πόλη. Οι δρόμοι γέμισαν με το πλήθος που προπορευόταν του στρατιωτικού. Γρήγορα έφτασαν έξω από το κεντρικό ξενοδοχείο. Τρία αυτοκίνητα με τσαρνταμάδες έκλεισαν την είσοδό του. Ένα παράξενο θέαμα έκανε εντύπωση στους Ρωμιούς που έβλεπαν αμήχανα τη σκηνή. Από τα παράθυρα του διώροφου ξενοδοχείου πετάγονταν στο δρόμο βαλίτσες και λίγο μετά οι τσαρνταμάδες έσπρωχναν τους τρομοκρατημένους ενοίκους του ξενοδοχείου έξω από αυτό για να μείνει ανενόχλητος ο «υψηλός τους επισκέπτης».
Ο Τούρκος αξιωματικός εκείνος στάλθηκε από την Οθωμανική κυβέρνηση στην Ανατολή με την ιδιότητα του Γενικού Επιθεωρητή της Νασιχέ Κομισιονού, της Παραινετικής Επιτροπής. Ως αποστολή του είχε τη μεσολάβηση για την ειρήνη και τη σύναψη καλών σχέσεων ανάμεσα στα μιλέτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο επίορκος αξιωματικός όμως είχε προσωπική ατζέντα. Όχι μόνο την αποστολή που του ανάθεσε η κυβέρνησή του δεν εκτέλεσε, αλλά έκανε τα πάντα για να ικανοποιήσει τα αιμοβόρα ένστικτά του.
Ο Μουσταφά Κεμάλ Πασάς, ο αξιωματικός του πυροβολικού που διακρίθηκε στα Δαρδανέλια μίλησε εκείνο το βράδυ σε δείπνο που του παράθεσαν οι οθωμανικές Αρχές στο δημαρχείο της Σαμψούντας. Εκεί έδειξε το αληθινό του πρόσωπο. Όχι μόνο ειρήνη δεν κόμιζε στον Πόντο, αλλά προέτρεπε τους Τούρκους να μισήσουν βαθιά τους Ρωμιούς, όπως τους μισούσε εκείνος, και να στραφούν εναντίον τους εξοντώνοντάς τους. Με την εξόντωση των Ρωμιών, σύμφωνα με τον αιμοβόρο πασά, θα είχαν διπλό όφελος. Αφενός μεν θα καθάριζαν το έθνος από ξένα στοιχεία, αφετέρου δε θα περιερχόταν όλη η περιουσία των Ρωμιών στα χέρια τους «δικαιωματικά». Οι Τούρκοι ενθουσιάστηκαν. Είχαν μπροστά τους τον «ηγέτη» που τους ταίριαζε. Η τρίτη και τελευταία φάση της Γενοκτονίας είχε αρχίσει.
Αλεξία Ιωαννίδου
[1] Το πολεμικό μας πλοίο.
Βιβλιογραφικές πηγές