Μια γνήσια Ελληνοπούλα, μια άγνωστη μέσα στις τόσες άλλες, μια Ελληνοπούλα από κείνες που πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στον συμμαχικό αγώνα, από κείνες που δούλεψαν γιατί πίστευαν στην Ελλάδα και στην αντίσταση, γιατί πίστευαν στη νίκη, είχε την καλωσύνη ύστερα από παράκλησί μας να μας πη λίγα από τη ζωή της και τη δράση της, τόσο στο εσωτερικό μέτωπο, από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και δω, όσο και στη Μέση Ανατολή. Αλλ’ ας αφήσουμε την ίδια τη Δίδα Σ. Στεφανίδου να μιλήση.
Με αυτή την παράγραφο εισάγεται το αναγνωστικό κοινό του περιοδικού Η Ελληνοπούλα («Όργανον των εθνικοφρόνων Ελληνίδων», όπως αναγράφεται κάτω από τον τίτλο) στο αυτοβιογραφικό κείμενο της Σόνιας-Σοφίας Στεφανίδου που δημοσιεύτηκε στο χριστουγεννιάτικο τεύχος του 1945.
Η Πόντια ηρωίδα αφηγείται πώς από απλή δημόσιος υπάλληλος βρέθηκε εθελόντρια στον Ερυθρό Σταυρό, κι από εκεί (η πρώτη Ελληνίδα) αλεξιπτωτίστρια στον πόλεμο. Ανατριχιάζει κανείς διαβάζοντας:
«[..] με πολλές προσπάθειες και κινδύνους γυρίζω στας Αθήνας. Εδώ η θέα του Αγκυλωτού Σταυρού πάνω στην Ακρόπολη θανατώνει τη ψυχή μου. Αποφασίζω να φύγω και κάνω ό,τι μπορώ γι’ αυτό».
Ακολουθεί το κείμενο που έγραψε η Σ. Στεφανίδου, και ένα βίντεο στο οποίο φωτίζονται γνωστές και άγνωστες πλευρές της θρυλικής ζωής της.
Όταν άρχισε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος υπηρετούσα ως Δημόσιος υπάλληλος. Καταλαβαίνοντας όμως τη σημασία του αγώνος που άρχιζε, θέλησα να προσφέρω τη μικρή μου συμβολή σε αυτόν. Σαν άρχισε λοιπόν ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, αμέσως κατατάχθηκα στον Ερυθρό Σταυρό ως εθελοντής. Εκπαιδεύτηκα, πήρα το δίπλωμά μου κι έφυγα με πρώτη ευκαιρία για προκεχωρημένο τομέα του μετώπου. Εκεί υπηρετούσαν τα δυο μου αδέλφια ως Ανθυπίατροι Έφεδροι κι ο πατέρας μου, 65 ετών ως Έφεδρος Αρχίατρος στο άλλο μέτωπο.
Προσέφερα όσες μπόρεσα υπηρεσίες, αλλά, μετά την Γερμανική επίθεση και την υποχώρηση γύρισα μαζύ με τους τελευταίους τραυματίες στα Γιάννενα. Εν τω μεταξύ ο πατέρας μου πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Βουλγάρους, ακόμα δε μέχρι σήμερα [Δεκέμβριο του 1945] δεν μπόρεσα να τον δω, αν και είναι ελεύθερος τώρα στη Δράμα.
Στα Γιάννενα ζω τη μεγάλη φρίκη του βομβαρδισμού του Πάσχα, όπου ευρήκαν τον θάνατο 7 συνάδελφοί μου νοσοκόμοι και πολλοί Έλληνες ιατροί.
Κατώρθωσα να επιζήσω και με πολλές προσπάθειες και κινδύνους γυρίζω στας Αθήνας. Εδώ η θέα του Αγκυλωτού Σταυρού πάνω στην Ακρόπολη θανατώνει την ψυχή μου. Αποφασίζω να φύγω και κάνω ό,τι μπορώ γι’ αυτό. Κατορθώνω στις 9 Νοεμβρίου 1941 να φύγω για τη Σάμο. Από κει, μια σκοτεινή νύκτα, Έλληνες Αξιωματικοί και γω μαζί τους, επιχειρούμε να αποβιβασθούμε στο Τουρκικό έδαφος, αλλά δεν τα καταφέρνουμε.
Μας πιάνουν οι Ιταλοί και μας διατάσσουν να γυρίσουμε πίσω από εκεί που ήλθαμε, γιατί αν μας ξανάβλεπαν, όπως μας είπαν οι γελοίοι, θα μας τουφέκιζαν, πράγμα που δεν μας έκαναν τότε, γιατί ο κωμικοτραγικός αρχηγός τους, ο Μουσολίνι, είχε την ημέρα κείνη τα γενέθλιά του!
Σαν κυνηγημένα πουλιά σκαρφαλώσαμε στα βουνά της Σάμου και επί 17 ημέρες ζήσαμε κει πάνω χωρίς τροφή, σχεδόν χωρίς νερό και με διαρκή την απειλή των Ιταλών.
Στο τέλος βρίσκουμε το μέσον και φθάνουμε στο Τουρκικό λιμανάκι Κουσάντασι, όπου βρήκαμε θερμή υποδοχή. Απ’ εκεί ταξειδέψαμε για την Κύπρο στην οποίαν και οι Κύπριοι και οι Άγγλοι μας επεφύλαξαν θερμή υποδοχή. Τέλος ένα απόγευμα επιβιβαζόμαστε σ’ ένα Αγγλικό πλοίο και φθάνουμε στη Χάιφα. Είχα φύγει από τον Πειραιά στις 9-11-1941 και έφθασα στην Χάιφα στις 2 Φεβρουαρίου 1942.
Από την Χάιφα μας στέλνουν στα Ιεροσόλυμα όπου και πήρα το διαβατήριό μου για την Αίγυπτο. Ύστερα από σχετικά διαβήματα επέτυχα να μου ανατεθή υπηρεσία ως προϊσταμένης αδελφής νοσοκόμου στο Α’ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Χεντέρας. Εκεί εργάστηκα επί 11½ μήνας και μπόρεσα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στην αρχή ως Γενική Προϊσταμένη και κατόπιν ως Προϊσταμένη του Χειρουργικού Τμήματος.
Αφού πέρασε το διάστημα αυτό και είδα ότι δεν είμουν απολύτως απαραίτητη, διότι είχε ενισχυθή το προσωπικό των Νοσοκόμων, παρουσιάστηκα στον τότε Πρόεδρο της Ελλην. Κυβερνήσεως και ζήτησα να με κατατάξη σε μια δύσκολη και επικίνδυνη υπηρεσία, που να μπορώ να προσφέρω κάτι καλλίτερο για την Ελλάδα μας και γενικά για το συμμαχικό αγώνα.
Η ψυχή μου εφλέγετο από την επιθυμία να προσφέρω και τη ζωή μου ακόμα στην προσπάθεια της κατασυντριβής των δυνάμεων της βίας που είχαν υποδουλώσει την Πατρίδα μου.
Έτσι κατατάχθηκα στην Αγγλική Μυστική Υπηρεσία και εκπαιδεύτηκα για λίγον καιρό ως Αλεξιπτωτίστρια. Η ειδικότης αυτή είναι, όπως το ξέρουν όλοι, η πιο επικίνδυνη, αλλά ακριβώς γι’ αυτό τη ζήτησα.
Και τότε άρχισα τη δράσι μου στο τομέα αυτό. Την 1η Ιουνίου 1943 έπεσα για πρώτη φορά με το αλεξίπτωτό μου στα βουνά της Βορείου Ελλάδος που κατείχε ο κατακτητής. Εκεί άρχισα να εκτελώ την αποστολή μου και νομίζω ότι έκαμα ό,τι θα έκαμε κάθε Ελληνίδα πατριώτις για την Ελλάδα. Και συνέχισα. Αφού πέρασα 24 χωριά εχθροκρατούμενα έφτασα ύστερα από αφάνταστες περιπέτειες και κακουχίες στη Θεσσαλία. Στην περιοχή εκείνη έπεσε με αλεξίπτωτο στη μονάδα μας ένας Άγγλος αρχιτέκτων. Με τη βοήθειά του και υπό τας διαταγάς του, επιδοθήκαμε στο έργο της κατασκευής ενός μυστικού αεροδρομίου.
Μάζεψα από τα τριγύρω χωριά μόνο γυναίκες εργάτριες και με αυτές ετοιμάσαμε το αεροδρόμιό μας μέσα σε οκτώ μέρες.
Όταν το αεροδρόμιο ήταν έτοιμο ειδοποιήσαμε τη μονάδα μας της Μέσης Ανατολής και σε λίγο ένα Βρεττανικό και ένα Αμερικανικό αεροπλάνο προσγειώνοντο στο γήπεδό μας. Η στιγμή εκείνη ήταν μεγάλη για μας, ήταν γεμάτη ψυχική ικανοποίηση γιατί μπορέσαμε να φέρουμε σε πέρας ένα τέτοιο δύσκολο έργο μέσα στην υποδουλωμένη Ελλάδα και κάτω από τα μάτια του εχθρού.
Τα αεροπλάνα επήραν όσους έπρεπε να πάρουν κι εμένα μαζί κι έτσι φθάσαμε πάλι σε ένα αεροδρόμιο της Μέσης Ανατολής όπου η υποδοχή ήταν εξαιρετική και οι ζητωκραυγές για την Ελλάδα δόνησαν την ατμόσφαιρα.
Δεν μπορεί κανείς να φαντασθή τι στιγμές αξέχαστες εθνικής υπερηφανείας νοιώσαμε όλοι.
Για μένα ήταν η πιο γλυκιά, η πιο μεγάλη στιγμή της ζωής μου. Ναι, μεγάλη! Ας μου επιτραπεί να μεταχειρισθώ την έκφραση αυτή, γιατί κείνη τη στιγμή αισθάνθηκα να πλημμυρίζη τον εαυτό μου μια περηφάνεια – η υπερηφάνεια της Ελληνίδος, της πραγματικής Ελληνίδος που τα δίνει όλα χωρίς να ζητάη τίποτε, γιατί νομίζει ότι κάνει αυτό που πρέπει να κάνει. ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΗΣ.
Μετά το πέρας της αποστολής μου γύρισα στο Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών και μαζί με τις υπηρεσίες του πήγα ύστερα στην Ιταλία.
Γεμάτη συγκίνησι γύρισα πάλι στην Ελλάδα, που τη βρήκα ελεύθερη.
Με χαρά και δάκρυα στα μάτια είδα τη σημαία μας να κυματίζη περήφανη και μόνη στην Ακρόπολι. Νομίζω πως δεν έκαμα τίποτε σπουδαίο, απλώς υπηρέτησα πιστά τη γλυκειά μας Πατρίδα.
Ελπίζω ο Ελληνικός Στρατός στον οποίο υπηρετώ ακόμα, να με μεταχειριστή και πάλι, όταν οι ανάγκες της πατρίδος το ζητήσουν, σ’ όποια ειδικότητα θέλει και σ’ όποια αποστολή, έστω και την πιο επικίνδυνη αρκεί εκείνο που θα προσφέρω, έστω και τη ζωή μου, να το προσφέρω για τη μεγάλη μας Ελλάδα, σαν γνήσια Ελληνοπούλα.