Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού για την Ανάσταση του Κυρίου, με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού αίνος». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιϛ’. »Εκείνα όμως που είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια, αυτά σου φανερώνουμε, γι’ αυτά είναι που μιλάμε· γιατί, αν κι εμείς σιωπήσουμε τώρα γι’ αυτά που γίναν,
»φωνή θα βγάλουν να τα πουν μέχρι και τα λιθάρια, θα μας κατηγορήσουνε ακόμα και οι πέτρες και θα μας πουν πως είμαστε τυφλοί και πωρωμένοι.
»Η ώρα της Ανάστασης με πάσα βεβαιότητα δεν ξέρουμε ποια ήταν,
»αυτό που όμως γνωρίζουμε, είναι το τι τραβήξαμε από την ώρα εκείνη· κάθισε κι άκου τώρα αν θες.
»Καθώς επαγρυπνούσαμε φυλάσσοντας τον Τάφο και παρακολουθούσαμε μήπως και γίνει κάτι, στα ξαφνικά εμφανίζονται
»δυο χέρια, τόσο φωτεινά λες κι ήταν πυρωμένα, που έπιασαν και τραβήξανε το λίθο που ήτανε μπροστά και σφράγιζε τον Τάφο. Κι από ένα στόμα ακούστηκαν ετούτα εδώ τα λόγια:
»“o Κύριος Αναστήθηκε”!
ιζ’. »Από εκείνον της πέτρας τα αμέτρητα κιλά μετακινήθηκαν, κι εμάς τελείως τα γόνατά μας λύθηκαν.
»Τίποτε πια δεν είχαμε κουράγιο να μας δώσει, έστω μία βοήθεια να πάρουμε από κάπου· τι λόγια άραγε να πεις και ποια ιδέα να σκεφτείς για να αναθαρρήσεις;
»Όλοι εκεί στεκόμασταν ωχροί σαν πεθαμένοι, εμείς που στέκαμε φρουροί πιο πριν του Πεθαμένου.
»Πού σύνεση και πού μυαλό να μείνει στο κεφάλι – ο φόβος τα εξαφάνισε, ο τρόμος τα κατάπιε, καθώς μπροστά μας βλέπαμε σαν αστραπές να τρέχουνε αυτά τα γεγονότα.
»Γιατί η μορφή που κύλησε το λίθο από τον Τάφο ήταν γεμάτη από φως
»και ακτινοβολούσε έναν θυμό πάνω στη γη σαν να ’ταν οργισμένος μ’ αυτούς που δεν το δέχονταν και δεν ομολογούσαν πως έτσι έχουν τα πράγματα:
»“o Κύριος Αναστήθηκε”!
ιη’. »Αφού θέλεις να μάθεις, άκου και τούτο, το λοιπόν, για να αποθαυμάσεις: προς τις γυναίκες στάθηκε άνετος, προσιτός,
»αλλά για εμάς τους άθλιους ήταν τελείως απρόσιτος· πού να τον πλησιάσεις κείνον εκεί τον πύρινο!
»Μ’ αυτές συνομιλούσε, κι εμάς μας απειλούσε με απειλή θανάσιμη.
»Εκείνες τις εμψύχωνε κι εμάς από την άλλη μας φόβιζε ‒λυγίζανε τα γόνατα απ’ το φόβο‒ κι ήταν σαν να τον βλέπαμε να ’ρχεται καταπάνω μας στο χώμα να μας θάψει.
»Εκεί που ήταν χαρούμενος μιλώντας στις γυναίκες, ξάφνου γινόταν βλοσυρός, όταν εμάς κοιτούσε.
»Εμάς τελείως μας νέκρωσε τα μέλη από το φόβο, μα εκείνες τις εμψύχωσε, έτσι όπως βροντοφώναξε: “Καθόλου μη φοβάστε,
»”o Κύριος Αναστήθηκε”!
ιθ’. »Όπως λοιπόν στεκόντουσαν εκείνες οι γυναίκες και κοίταζαν με προσοχή μήπως διακρίνουν κάτι στο σπήλαιο το σκοτεινό που ήτανε ο τάφος,
»την απορία τους έλυσε ο ασώματος σαν είπε: “Εκείνος που γυρεύετε, έχει αναστηθεί·
»”κι αν πάλι δεν πιστεύετε σε τούτο που σας λέω και με περνάτε φάντασμα και του μυαλού παιχνίδι,
»”ελάτε, ακολουθήστε με, το μέρος να σας δείξω που θέσανε τον Κύριο, να δείτε πού κειτόταν!”
»Αυτές τον ακολούθησαν και μπήκανε στον Τάφο, και τότε φύγαμε κι εμείς λέγοντας τέτοια λόγια:
»“Αν ήρθε ως δούλος και τη γη συθέμελα ταράζει, τι θε να κάνει άραγε Αυτός αναστημένος, γιατί αλήθεια είναι:
»”o Κύριος Αναστήθηκε”!
κ’. »Άνθρωπε, τώρα το λοιπόν κοίταξε μη συμπορευτείς μ’ εκείνους τους παράφρονες
»και τύχει να πιστέψεις στα ψέματα που λέμε: “το έκλεψαν κάποιοι του Χριστού το Σώμα από τον Τάφο, σιγά μην αναστήθηκε!”
»Ναι, την αλήθεια κρύβουμε! Και ξέρεις ποιος μας έπεισε; Χρυσός είν’ το όνομά του.
»Χρυσός, χρυσάφι, ναι αυτός, που όλα όσα θέλουνε τα φέρνει όπως τα θέλουν· γι’ αυτούς λέω που τον προσκυνούν, τον έχουν και κορδώνονται, καυχώνται στ’ όνομά του.
»Γι’ αυτό εξαγοραστήκαμε ‒κι ήταν ψηλή η τιμή μας. Πήραμε το αντάλλαγμα κι αρχίσαμε το αλάλαγμα, για να σκορπίσουμε παντού
»τη φήμη πως το έκλεψαν το Σώμα απ’ τον Τάφο. Αφού γι’ αυτό τα πήραμε! Για να μην πούμε πουθενά ότι όντως είναι αλήθεια:
»“o Κύριος Αναστήθηκε”!».
κα’. Πρώτα μου τα ’πε ο Άδης. Και στο κατόπι οι φύλακες είπαν κι αυτοί από πάνω·
και ήταν σαν να βάλανε σφραγίδα γνησιότητας στα λόγια που ελάλησε ο άπληστος εκείνος.
Και έτσι από δυο μεριές έδρεψα εκείνον τον καρπό που τόσο αναζητούσα.
Απ’ το ζευγάρι των ψευτών, τρύγησα την αλήθεια. Κι είμαι χαρούμενος γιατί
κατάλαβα επιτέλους! Απάντησα το αίνιγμα που είπε κάποτε ο Σαμψών πριν από τόσα χρόνια.
Αυτό που είπε, δηλαδή, ότι απ’ τον Άδη που όλο τρώει, από τον αδηφάγο κι από έναν ισχυρό στρατό βγήκε ένα μήνυμα γλυκό,
o Κύριος Αναστήθηκε!
κβ’. Εσύ, λοιπόν, ω Άναρχε που δεν έχεις και τέλος, Εσύ των όλων Ποιητή, Θεέ της μιας αλήθειας,
το θάνατο θανάτωσες κι αθάνατο από θνητό τον άνθρωπο έχεις κάνει.
Εσύ λοιπόν την έσχατη, την τελευταία ώρα, όταν θα έρθεις ένδοξος για να με αναστήσεις
‒γιατί στ’ αλήθεια θε να ’ρθείς, Σωτήρα μου και πάλι, μα όχι όπως τώρα δα μέσα από το Μνήμα, αλλ’ από το στερέωμα‒
καθώς θα δεις, Φιλάνθρωπε, μέσα μου τον Εαυτό Σου ‒γιατί Σε έχω μέσα μου τόσο που Σ’ αγαπάω‒
να μη με κρίνεις εύχομαι, θερμοπαρακαλώ Σε, για να μπορέσω να το πω: «Δεν ήτανε, δεν έγινε, για να με τιμωρήσει· για να με σώσει ήτανε που
»o Κύριος Αναστήθηκε»!