Ο Μιχαήλ Γιαβρόγλου ζούσε στην κωμόπολη Καραμάν, που ήταν 99 χλμ νοτιοανατολικά του Ικονίου και πολύ κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή Ικονίου-Αδάνων. Για τον αριθμό των κατοίκων υπάρχουν δυσανάλογες πληροφορίες, οι Έλληνες ήταν από 600 έως 2.000 άτομα, ενώ οι Τούρκοι από 5.000 έως 20.000 άτομα.
Εκκλησιαστικά άνηκε στη μητρόπολη Ικονίου.
Η μαρτυρία του Μιχαήλ Γιαβρόγλου περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Εξόρισαν στην αρχή τους άνδρες από 18-52 ετών. Μετά εννιά μήνες εξόρισαν και τους γέρους. Φύγαμε με την 7η σειρά εξορίστων, 7ος καφλές, όπως λέγονταν τουρκικά. Ήμασταν εξακόσια εβδομήντα ένα άτομα από το Ικόνιο και το Καραμάν.
Η εξορία έγινε στα 1921.
Ήρθε διαταγή απ’ το υπουργείο εσωτερικών της Τουρκίας και τοιχοκολλήθηκε. Έλεγε ότι «οι μη μουσουλμάνοι Έλληνες και Αρμένιοι» (όσοι απ’ αυτούς έμειναν μετά τη σφαγή) «εντός τριών ημερών να εγκαταλείψουν το Καραμάν, από 18-52 χρονώ…».
Μας πήραν συνοδεία ντζανταρμάδες και πόλισμαν και πήγαμε στη σιδηροδρομική γραμμή του Καραμάν. Πήραμε μαζί μας μόνο εσώρουχα και ένα χαλί για σκέπασμα. Μόλις ήρθε η αμαξοστοιχία Ικονίου, βλέπουμε τα βαγόνια της γεμάτα με εξόριστους από το Ικόνιο. Μας έβαλαν κι εμάς στα ίδια φορτηγά. Μας κατέβασαν στο Έρεγλι.
Από το Έρεγλι όσοι είχαμε λεφτά νοικιάσαμε αμάξια και μέσω Νίγδης πήγαμε στην Καισάρεια. Στην Καισάρεια καθίσαμε δύο μέρες. Ιούνιος ή Ιούλιος θα ήταν.
Μας σήκωσαν για τη Σεβάστεια. Φτάσαμε στη Σεβάστεια, καθίσαμε τρεις μέρες εκεί. Ήμασταν σε ελεεινή κατάσταση. Γεμίσαμε ψείρες. Από και μας είπαν: «Άτε να φύγετε!».
Δε μας άφησαν να νοικιάσουμε αμάξια. Μόλις όμως περάσαμε τη γέφυρα του Άλυ ποταμού, βλέπουμε να έρχονται μερικοί αμαξάδες Τούρκοι, που ήρθαν κρυφά και παραβαίνοντας τη διαταγή για να βγάλουν λεφτά. Μας πρόσφεραν τα αμάξια τους. Εμείς όσο όσο νοικιάζαμε αμάξια και τραβούσαμε για τη Μαλάτεια. Το πρώτο μας κονάκι ήταν το Τελικλή-τας. Εκεί θα διανυκτερεύαμε.
Το σούρουπο έφτασε ένας καφλές Ποντίων από την Κερασούντα σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Όλοι έρχονταν πεζοί. Ήταν κακοντυμένοι και κατάκοποι. Δεν τους άφησαν να διανυχτερέψουν στην κωμόπολη. Ο αρχηγός της συνοδείας ήταν ένας πολύ βάρβαρος. Άρχισε και σ’ εμάς τις αγριάδες. Έλεγε στους δικούς μας συνοδούς: «Γιατί δεν τους σκοτώνετε;».
Οι δικοί μας όμως συνοδοί τα πήγαιναν πολύ καλά μαζί μας, γιατί έπαιρναν πολλά λεπτά από μας. Κάναμε έρανο μεταξύ μας και δίναμε ένα μεγάλο ποσό στους αξιωματικούς και έτσι ήμασταν αριστοκράτες εξόριστοι. Μας είχαν όπως έπρεπε.
Όταν λοιπόν οι συνοδοί των Ποντίων θέλησαν να μας πειράξουν, οι δικοί μας πήγαν και διαμαρτυρήθηκαν για τις απειλές στον τοπικό διοικητική. Ήρθαν δύο αξιωματικοί απ’ τη διοίκηση. Μόλις τους είδαμε εμείς, φοβηθήκαμε γιατί νομίσαμε ότι θα μας σφάξουν. Ήρχοντο και καλούσαν τρεις από μας: «Έλα εσύ, έλα εσύ, έλα εσύ!». Εμείς εκείνη τη στιγμή άλλος μαγείρευε πλιγούρι, άλλος έκανε σουβλάκια…
Όμως όλων τα χρώματα είχαν αλλάξει. Τρέμαμε, γιατί νομίσαμε ότι από τώρα θα αρχίσουν και τα δικά μας μαρτύρια, όπως των Ποντίων. Οι αξιωματικοί το κατάλαβαν και μας καθησύχασαν: «Μη φοβάστε! Γιατί για το καλό σας είναι».
Έγινε ανάκριση. Και τιμωρήθηκε ο αρχηγός της συνοδείας των Ποντίων για την άσχημη συμπεριφορά του απέναντί μας. Μας είπαν να καθίσουμε. Ήταν σαν να ξαναγεννηθήκαμε. Φάγαμε με όρεξη.
Από το Τελικλή-τας πήγαμε στο Καγκάλ. Από το Καγκάλ πήγαμε στο Χασάν μπατιρίκ και μετά στη Μαλάτεια. Εκεί καθίσαμε σαράντα πέντε μέρες σε σκηνές. Έγινε καραντίνα.
Μας πήγαν έπειτα στο Χαρπούτ. Εμείναμε πολλούς μήνες και στο τέλος του 1923 πήγαμε στο Ντιαρμπεκίρ, στην Ούρφα, στον Ευφράτη, στο Πιρετσίκ και μετά στο Τσαραπολόζ*, όπου ήταν γαλλική κατοχή. Ήρθαν και μας παρέλαβαν Αμερικανοί. Μας έδωσαν εισιτήρια τζάμπα για το Χαλέπι. Το βράδυ ήρθαμε στο Χαλέπι.
Μας παρέλαβε ελληνική Επιτροπή. Πρόεδρος ήταν ο Κοσμάς Σιμεώνογλου.
Εγώ και μερικοί άλλοι απ’ το σταθμό του Χαλεπιού φύγαμε κρυφά στην Πόλη. Δεν περιμέναμε την Επιτροπή.
Μείναμε σ’ ένα ξενοδοχείο της Πόλης. Η Επιτροπή τακτοποίησε τους εξόριστους. Εμείς με τα λεπτά μας ήρθαμε στην Αλεξανδρέττα με αυτοκίνητο. Καθίσαμε δέκα δεκαπέντε μέρες. Ήρθε το πλοίο «ο Ερμής», ελληνικό, και δωρεάν μας πήγε στην Τρίπολη. Εκεί το «Ερμής» παρέλαβε τους εξόριστους Επεσλήδες, Πόντιους απ’ το Επές του Σεbίν-Καραχισάρ. Θα ήταν όλοι δύο τρεις χιλιάδες. Πήγαμε στη Βηρυτό και από κει στην Ελλάδα.
Οι υπόλοιποι δικοί μας, μια και πέσαν σε γαλλικό έδαφος κατοχής, ήταν ελεύθεροι και κατά τμήματα ήρθαν στην Ελλάδα.