Την 16ην Μαΐου ο στρατηγός Δζαβήτ πασσάς, άγων ολόκληρον σύνταγμα, προέβη εις τακτικήν πολιορκίαν του χωρίου Δαζλή. Μετά του στρατού συνέπραττον όλοι οι άτακτοι Τούρκοι των περιφερειών Έρπαα, Αμασείας, Τοκάτης και Νεοκαισαρείας, Κιρκάσιοι φίλοι μας οι οποίοι μας ειδοποίησαν περί της αφίξεως του Φουρκά Κομαντανή τούτου ανέφεραν ότι έχει δύναμιν 10.000 στρατού και ατάκτων.
Ο αρχηγός μας Γεώργ. Μεγαλομύσταξ εζήτησεν αμέσως την βοήθειαν του διασήμου οπλαρχηγού του Γιαγιλατσίκ Αναστ. Παπαδοπούλου.
Οι Τούρκοι πριν επιχειρήσουν επίθεσιν ωχυρώθησαν διά διπλής και τριπλής σειράς προχωμάτων, καθ’ όλους τους κανόνας του πολέμου. Κάθε διάστημα τεσσάρων βημάτων εις μεγάλην απόστασιν είχον κατασκάψει το έδαφος, ωσάν να ευρίσκοντο απέναντι πολυπληθούς ευρωπαϊκού στρατού εις το Δυτικόν μέτωπον του γενικού πολέμου.
Η έφοδος του όγκου τούτου ήτο εκτάκτως μεγαλοπρεπής. Οι σημαιοφόροι εις εκάστην πρόοδον του στρατού έμπηγον τας σημαίας των εις την γην με μεγάλο θάρρος και μεθοδικότητα.
Ημείς προ του μεγέθους του κινδύνου ετριπλασιάσαμεν τας προσπαθείας μας και επολεμήσαμεν ως άξιοι γόνοι των Ελλήνων.
Σπιθαμήν προς σπιθαμήν διεφιλονεικήσαμεν το έδαφος και εγεμίσαμεν τον τόπον από τα πτώματα των Τούρκων. Εν τω μεταξύ δια παν ενδεχόμενον, απεστείλαμεν εις ασφαλή κρησφύγετα τα γυναικόπαιδα, ενώ οι Τούρκοι διά συνεχούς καταιγισμού πυρός εναντίον των οχυρών θέσεών μας μάς ημπόδιζον δια πάσαν τολμηράν απόπειραν αντεπιθέσεώς μας κατά των γραμμών των.
Μέχρις εσπέρας εδονούντο τα βουνά εκ των ομοβροντιών των διαφόρων πυροβόλων. Οι Τούρκοι είχον τόσον πλησιάσει τας γραμμάς μας ώστε οι αξιωματικοί των, θεωρούντες βεβαίαν την παράδοσίν μας, την περιέμενον από στιγμής εις στιγμήν.
Ματαίως περιμένομεν επικουρίαν παρά του αρχηγού του Γιαγιλατσίκ Αναστ. Παπαδοπούλου. 80 οπλοφόροι μας μεταβάντες εις το χωρίον Τσεπραήλ περιέμενον ανυπομόνως την ζητηθείσαν βοήθειαν, ότε επληροφορήθησαν παρά των γενναίων οπλαρχηγών Θεοφίλου και Μιχαήλ Κιουτσόγλου, ότι δυστυχώς ο αρχηγός είνε πληγωμένος και απέστειλεν εις επικουρίαν αυτούς μετά 40 οπλοφόρων. Η απελπισία μας τότε εκορυφώθη. Επιστεύσαμεν ότι ήλθε το τέλος μας και ότι τόσος δυστυχής λαός, τον οποίον επροστατεύσαμεν επί μήνας προώρισται εντός ολίγου να πέση εις τα χείρας των αιμοδιψών τίγρεων του Κεμάλ.
Προσήλθεν ο ιερεύς μας και ετελέσαμεν μετά κατανύξεως παράκλησιν εν μέσω οδυρμών και κλαυθμών των ατυχών γυναικοπαίδων και υπό την πένθιμον κατήφεμαν των πολεμιστών.
Ο ιερεύς μας έφθασεν εις το ύψος του αοιδίμου ηγουμένου του Αρκαδίου Κρήτης Γαβριήλ, όταν μας ενεθάρρυνεν και ενεψύχωνεν, αναφέρων τους αρχαίους Σπαρτιάτας και τους ηρωισμούς των Σουλιωτών.
Ήδη ησπάσθημεν όλοι την δεξιάν του ιερέως, καθ’ ην στιγμήν ούτος με πλήρη πεποίθησιν μας εβεβαίωνεν ότι αφεύκτως θα νικήσωμεν τους βαρβάρους και θα σώσωμεν την ιεράν παρακαταθήκην την οποίαν είχομεν εις χείρας μας.
Ταυτοχρόνως ο γενναιώτατος αρχηγός μας μάς εξέθετεν το «Ταν ή επί τας!»
Πλήρεις θάρρους απεχωρίσθημεν, αφού ηκούσαμεν τας τελευταίας συστάσεις και παραγγελίας του αρχηγού μας.
Διηρέθημεν εις τρία σώματα, ανά είκοσιν οπλοφόροι υπό τους οπλαρχηγούς Βασίλειον Παπαδόπουλον και Σάββαν Ιορδανίδην, οίτινες εστάλησαν εις τα πλάγια, ενώ το κύριον μέτωπον υπό τον αρχηγό μας έμενεν εις την θέσιν του.
Όταν εγένετο σκότος, ολόκληρος η παράταξίς μας με ανέκφραστον μένος και ορμητικότητα, επέπεσεν επί των Τούρκων, αδιαφορούσα προς τα κροτούντα δαιμονιωδώς όπλα και πολυβόλα των.
Καθώς ο χείμαρρος ογκούμενος εν ώρα χειμώνος, εξέρχεται της κοίτης του και ανατρέπων τους ενδεχομένους τεχνητούς φραγμούς ορμά ακάθεκτος, σαρώνων τα πάντα, τοιουτοτρόπως και οι Ακρίται του Ποντιακού πολιτισμού, μαχόμενοι υπέρ βωμών και εστιών, εκδικηταί αυτοί και τιμωροί των φιλτάτων των, εχύθησαν πτερωτοί, ολιγάριθμοι κατά πολυπληθών βαρβάρων και τους ανέτρεψαν.
Οι Τούρκοι χωροφύλακες και άτακτοι ετράπησαν εις φυγήν αλλ’ ο τακτικός στρατός, καίτοι εκλονίσθη σοβαρώτατα, αντέταξεν αντίστασιν επί δύο ώρας ακόμη. Επί τέλους όμως προ της αφαντάστου ορμής μας ήρχισε και ούτος να τρέπεται και να διασκορπίζεται.
Ανήλθομεν επί των οχυρωμάτων των και τους κατεπυροβολούμεν πανταχόθεν. Εις μερικά σημεία εντός των προχωμάτων, οι ημέτεροι συνεπλάκησαν στήθος προς στήθος, προς τους στρατιώτας, μεταχειριζομένους τας λόγχας των. Αλλ’ οι Τούρκοι έρριπτον τα όπλα των και ικέτευον να μη τους φονεύσωμεν. Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν πλείστα όπλα και πολεμοφόδια εις το πεδίον της μάχης. Εσταματήσαμεν την καταδίωξιν και εκινήσαμεν προς τα κρύπτας, όπου είχομεν προαποστείλει τα γυναικόπαιδά μας.
Εκεί όμως μάς ανέμενε φοβερά και απίστευτος συμφορά. Οι φύλακες τους οποίους ετάξαμεν προς φρούρησιν των γυναικοπαίδων μας εξαπατηθέντες υπό των Τούρκων, ότι δεν θα βλάψουν αυτά, αλλά θα τα εγκαταστήσουν εις τουρκικά χωρία, τα παρέδωκαν εις την σφαγήν και την ατίμωσιν, καίτοι αι γυναίκες επέμενον και παρεκάλουν τους φύλακας να μην τας παραδώσουν.
Και τοιουτοτρόπως μετά μίαν τόσο λαμπράν νίκην κατά των Τούρκων, ούτοι μεταχειριζόμενοι το προαιώνιον σύστημα της απάτης και του δόλου συνέλαβον υπέρ τα 200 γυναικόπαιδά μας και τα έφεραν εις το τουρκικόν χωρίον Πίτεβι.
Όταν όμως ο αρχηγός του κατατροπωθέντος τουρκικού στρατού έμαθε την αισχράν ήτταν του στρατού του ελύσσαξεν εξ οργής. Διέταξεν αμέσως και παρέσυραν τα δυστυχή εκείνα πλάσματα εις το Τοσαρή Δερεσή και εκεί ανηλεώς τα έσφαξαν ως πρόβατα.
Μένουν εισέτι εκεί άταφα τα σώματα των φιλτάτων μας. Κράζουν ακόμη προς τους τραγικούς πατέρας, αδελφούς και συζύγους ζητούντα εκδίκησιν.
Ναι εκδίκησιν και εκδίκησιν αιωνίαν. Έχομεν δώσει τον λόγον μας, ωρκίσθημεν τον φρικτότερον των όρκων να μη δεχθώμεν ποτέ συμφωνίας και σπονδάς μετά Τούρκων.
Και η ημέρα της ανταποδόσεως δεν θα βραδύνη.
Σάββας Κ. Ασλανίδης