Tέλος φαίνεται να λαμβάνουν οι συνεχείς εφέσεις της τουρκικής κυβέρνησης στις αποφάσεις της αμερικανικής δικαιοσύνης για τις βιαιοπραγίες εναντίον διαδηλωτών στην Ουάσινγκτον.
Υπενθυμίζεται ότι το 2017 η ασφάλεια του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιτέθηκε βίαια σε διαδηλωτές έξω από την κατοικία του Τούρκου πρέσβη και στην συνέχεια ενεπλάκησαν σε αψιμαχίες με το προσωπικό των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
Η τουρκική πλευρά είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο για την απόφαση που έκρινε ότι η βία που ασκήθηκε από το προσωπικό ασφαλείας του Τούρκου προέδρου δεν χρήζει ασυλίας και συνεπώς τα αμερικανικά δικαστήρια διαθέτουν την απαραίτητη δικαιοδοσία για να εκδικάσουν τις αγωγές που έχουν ασκηθεί.
Ωστόσο, η αμερικανική κυβέρνηση απέρριψε κατηγορηματικά τη βάση του νομικού επιχειρήματος της Τουρκίας και εισηγήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο μέσω του νομικού της εκπροσώπου να απορρίψει αυτό το αίτημα και να ανοίξει έτσι τον δρόμο για την εκδίκαση της υπόθεσης.
Από το σκεπτικό της νομικής εκπροσώπου των ΗΠΑ, Ελίζαμπεθ Πρέλογκαρ προκύπτει ότι το τουρκικό προσωπικό ασφαλείας χρησιμοποίησε βία που υπερβαίνει κάθε αντίληψη της προστατευτικής λειτουργίας του.
Ως εκ τούτου, η χρήση βίας δεν προστατεύεται από την εξαίρεση του FSIA (Foreign Sovereign Immunities Act)». Υπό αυτό το πρίσμα, η νομική εκπρόσωπος υποστηρίζει ότι το Εφετείο κατέληξε στο σωστό συμπέρασμα και συνεπώς η απόφασή του δεν δικαιολογεί επανεξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Εάν τελικώς το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετήσει τη θέση της, αυτό πρακτικά οδηγεί στην κανονική εκδίκαση της υπόθεσης, καθώς η Τουρκία θα έχει εξαντλήσει όλα τα διαθέσιμα νομοθετικά εργαλεία για την ανατροπή των προηγούμενων αποφάσεων.