Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης συνεπέφερε μείζονες ανακατατάξεις στο διεθνές σύστημα, με την πλέον χαρακτηριστική να συνίσταται στην ανάδυση νεότευκτων κρατών εντός του γεωγραφικού χώρου περιμετρικά της Κασπίας, ο οποίος ταυτίζεται θεωρητικά με την περίφημη «Heartland» του Sir Halford Mackinder. Οι εν λόγω αναπροσαρμογές συσχετισμών ισχύος αναγνώστηκαν από την Τουρκία ως συστημική ευκαιρία εκδήλωσης αξιώσεων (και) ως προς τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία.
Η στρατηγική διείσδυσης της Άγκυρας στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας γνώρισε πολλές διακυμάνσεις από την περίοδο της αποστολής απόστρατων Τούρκων, προκειμένου να οργανώσουν τα αζερικά στρατεύματα κατά τον πόλεμο στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ μεταξύ 1991-1994, έως την εκτύλιξη μιας δυναμικής «διπλωματίας των αγωγών» με στόχο την πολιτικοικονομική απόσπαση των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών από την επιρροή της Μόσχας. Σε αυτή την πορεία, η Τουρκία παρέμεινε σταθερά προσηλωμένη στην επίκληση ορισμένων μέσων, όπως στη θεσμοποίηση των διακρατικών σχέσεων και στην εργαλειοποίηση ήδη υπαρχόντων διεθνών θεσμών (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας, Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας κ.ά.).
Μία συντεταγμένη προσπάθεια εγκαθίδρυσης ενός θεσμικού πλαισίου διακρατικής «συνεργασίας», που να ευνοεί την ίδια την Τουρκία και να τη θέτει σε ρόλο ηγέτιδας δύναμης, εμφανίστηκε αμέσως μετά το τέλος του διπολισμού μέσω της διοργάνωσης των λεγόμενων «Τουρκικών Συνόδων», οι οποίες στις φαντασιώσεις του Τουργκούτ Οζάλ θα μπορούσαν να μετατραπούν και σε «Κοινοπολιτεία Τουρκογενών Κρατών» με οδηγό την Άγκυρα. Άλλωστε, ειρήσθω εν παρόδω, ο Αχμέτ Νταβούτογλου έχει ομολογήσει ότι η περιφερειακή διακρατική συνεργασία πρέπει να ευνοείται από την Τουρκία μόνο στα πεδία, που η ίδια θεωρεί ότι διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα και άρα, πιστεύει βάσιμα ότι μπορεί να ηγηθεί.
Με διάφορες αναπροσαρμογές, οι οποίες αφορούσαν την κατά καιρούς δυνατότητα ή αντίστοιχα αδυναμία της Τουρκίας να ηγηθεί, η εν λόγω προσπάθεια έλαβε μόλις πριν λίγες ημέρες την ονομασία «Οργανισμός Τουρκογενών Κρατών» σε αντικατάσταση της δοθείσας μετά το 2009 ονομασίας του «Τουρκογενούς Συμβουλίου».
Η νέα ονομασία δόθηκε κατά την πρόσφατη 8η Σύνοδο του Οργανισμού στην Κωνσταντινούπολη από την Τουρκία, το Καζακστάν, το Αζερμπαϊτζάν, το Κιργιστάν και το Ουζμπεκιστάν ως μόνιμα κράτη-μέλη, ενώ παρατηρητές ήταν το Τουρκμενιστάν και η… «ευρωπαϊκή» Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν!
Πέραν της αρχικής (κλασικής) μεγαλομανίας της Τουρκίας, ο Οργανισμός Τουρκογενών Κρατών έχει περιοριστεί σε ζητήματα οικονομικής συνεργασίας διαθέτοντας ένα Κοινό Επενδυτικό Ταμείο, ενώ οι διακηρυγμένοι στόχοι αφορούν ζητήματα όπως το εμπόριο, η ανταλλαγή τεχνογνωσίας ή η σύσταση ενός κοινού μηχανισμού παροχής πολιτικής προστασίας. Προφανώς, βέβαια, η ελπίδα για μια τύπου «διάχυση» (spill-over) από ζητήματα χαμηλής πολιτικής σε άλλα στρατηγικής συνεργασίας είναι υπαρκτή, στοιχείο διακρινόμενο και μέσω των διατυπώσεων των κοινών αποφάσεων περί «καταπολέμησης της ισλαμοφοβίας».
Βάση των εν λόγω επικλήσεων η εκτιμώμενη από την Τουρκία κοινή «τουρκογενής (Turkic) ταυτότητα» και όχι «τουρκική» (Turkish), όρος οποίος θα προσομοίαζε περισσότερο στην εθνικιστική-κεμαλική παράδοση και δε θα μπορούσε να προσφέρει το εκτατικό αφήγημα με αναφορά στις στέπες της Κεντρικής Ασίας. Ο όρος «τουρκογενής» απευθύνεται, όπως μας πληροφορούσε ο Jacob Landau στο μνημειώδες έργο του τιτλοφορούμενο ως «Παντουρκισμός: Το δόγμα του τουρκικού επεκτατισμού», σε σειρά «υπο-ταυτοτήτων» της Ευρασίας κατά τα παντουρανικά πρότυπα και συμπεριλαμβάνει έως και την… εσθονική, την ουγγρική και τη φινλανδική ταυτότητα! Οι καταβολές παραμένουν μυθικές και τα σύνορα απροσδιόριστα, αλλά το αφήγημα προσφέρεται προς νομιμοποίηση εμπράγματων πολιτικών της σημερινής Τουρκίας, κατά τα νεοοθωμανικά πρότυπα του Νταβούτογλου.
Κατά συνέπεια, ο Οργανισμός Τουρκογενών Κρατών εμφορείται από ένα ρητορικό σχήμα, αλλά η αποστολή του είναι αμιγώς ρεαλιστική με άξονα τη μεγιστοποίηση της τουρκικής ισχύος. Η μοναδική διαφορά στο πέρασμα των ετών, στην οποία αποτυπώνεται η συνολική μεταλλαγή της τουρκικής στρατηγικής συμπεριφοράς, έγκειται στο γεγονός ότι κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 ως θεσμικό σχήμα αποτελούσε πολιορκητικό κριό της Τουρκίας προς αύξηση του διπλωματικού κεφαλαίου της έναντι της δύσης, ενώ εσχάτως έχει καταστεί μέσο εδραίωσης της – φιλοδοξούσας να καταστεί αυτόνομη – τουρκικής στρατηγικής.