Κυριολεκτικά η λέξη απαρδάλ’(το) της ποντιακής διαλέκτου –απαντάται και ο τύπος απορδάλ’– σημαίνει το παρδαλό φόρεμα. Κυρίως, όμως, περιγράφει οτιδήποτε άθλιο, το άξιο να χαθεί, να καταστραφεί.
Συνήθως λεγόταν σε κατάρες για ζώα και πράγματα, μαζί με άλλες κατάρες, όπως αστόχ’, αντέρ’, κτλ.
Χαρακτηριστική φράση είναι η εξής: Αστόχ’ και απαρδάλ’ να γίνεται ντο φορείς το βρακίν (αδέσποτο και κακότυχο να γίνει το βρακί που φοράς). Πρβλ.,
Αχ, στρώματά μου άκλερα,
παπλώματ’ απαρδάλα
ντ’ έποικετεν τον έταιρο μ’
και τα γλυκέα τ’ κάλλα;
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.
- Με πληροφορίες από την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.