Σκουτούλισμαν, το. Η λέξη απαντάται και ως σκουντούλισμαν στα γλωσσικά ιδιώματα των Κοτυώρων, της Τραπεζούντας και της Χαλδίας, ως σκουντούφλισμαν στης Κερασούντας, ενώ παράλληλα ως σκουντούλιγμαν στης Τραπεζούντας και Χαλδίας και σκουντούλιμαν.
Παράγεται από το ρήμα σκουντουλίζω και σημαίνει μοσχοβολώ.
Πέρα από την κυριολεκτική της σημασία, η λέξη έχει και μεταφορική. Έτσι λέγεται ειρωνικά για το βρόμικο ή τη βρόμικη γυναίκα.
Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις: Εσκουντούλτσεν τ’ απάν’ ατ’ς. Βρωμά άρον κοσσού ή άμον αιγίδ’. Μέρ’ κέσ’ πάει σκουντουλίζ’ και πάει (= βρόμισε ολόκληρη· βρομάει σαν κλώσα ή σαν κατσίκα. Όπου πάει βρομάει).
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.
- Με πληροφορίες από την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.