Το ποντιακό ρήμα ζαγκώνω (ή τζαγκώνω) προέρχεται από την περσική λέξη jenk, που σημαίνει σκουριά. Κατά Άνθιμο Παπαδόπουλο (και το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου) λοιπόν, «Επί χαλκίνων σκευών και γενικώτερον μεταλλίνων πραγμάτων, σκωριάζω».
Ακόμα και τα παστά ψάρια όμως μπορεί να είναι «ζαγκωμένα», όταν η επιφάνειά τους παίρνει το χρώμα του χαλκού.
Η τρίτη ερμηνεία που δίνει το λεξικό είναι μεταφορική: «Αδυνατίζω σωματικώς, ισχναίνω (η μεταφ. από το χρώμα του προσώπου)».
Σε τεύχος της Ποντιακής Εστίας του 1956, μάλιστα, βρίσκουμε και μια δοξασία για την Άλωση της Πόλης με τίτλο «Το ζαγκωμένον το σπαθίν».
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.