Κοινό ρήμα της ποντιακής διαλέκτου είναι το κορδυλάζω, που έχει ως κύρια σημασία το κάνω κόμπο (κορδυλάζω το μαντήλιν)· μία φράση που έχει καταγράψει Άνθιμος Παπαδόπουλος στο λεξικό του είναι η εξής: εκορδυλάεν η γλώσσα ’του, δηλαδή κόμπιασε μιλώντας.
Μεταφορικά σημαίνει και το σκέφτομαι, έχω κάτι κατά νου (ατός ’κί καλατζεύει κι όλον κορδυλάζει).
Στην παθητική φωνή έχει τη σημασία του περιπλέκομαι, μπερδεύομαι (εκορδυλάγαν τα μαλλία μ’ και ’κ’ επορώ ν’ αποδελάζ’ ατα). Επίσης, υπάρχει η φράση: εκορδυλάγαν τ’ ιντερά μ’ ας σα γέλ’τα, που σημαίνει ότι γέλασα πολύ.
Τέλος, όταν η αναφορά είναι σε νεύρο του σώματος, το κορδυλά(γ)ουμαι σημαίνει το νευροκαβαλίκεμα, το πιάσιμο.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.