Η λέξη συρμαλίν (το) απαντάται και ως σύρμαλιν στα γλωσσικά ιδιώματα Σάντας, Τραπεζούντας, Χαλδίας, αλλά και ως σουρμελίν στα γλωσσικά ιδιώματα Τραπεζούντας και Χαλδίας.
Παράγεται από την τουρκική λέξη sirmali, και εκείνη με τη σειρά της από το ελληνικό ουσιαστικό σύρμα.
Σημαίνει ύφασμα που έχει υφανθεί με χρυσόνημα (σουρμελίν μετάξιν, δηλαδή μεταξωτό ύφασμα που έχει χρυσοκλωστές), αλλά και γυναικείο ρούχο στολισμένο με χρυσή ή ασημένια κλωστή (συρμαλίν κουκούλα).
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.
- Με πληροφορίες από την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.