Η λέξη κιφάλ’ (κεφάλι) στην ποντιακή διάλεκτο χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις για να αποδώσει αισθήματα και να περιγράψει καταστάσεις που σχετίζονται με την εξυπνάδα,
τη σοφία κτλ.
Μερικές κοινές φράσεις και κάποιες σύνθετες λέξεις είναι οι εξής:
σκώνω κιφάλ’: επαναστατώ • κλίθω κιφάλ’: κατεβάζω το κεφάλι, υπακούω • ξερόν κιφάλ’: για τον πεισματάρη άνθρωπο • τρανά κιφάλα: για τους προύχοντες • κρούω το κιφάλ’: μετανοώ • τρίφτω το κιφάλ’: σπάζω το κεφάλι μου να βρω κάτι • είμαι τη κιφαλί ιμ’: είμαι ανεξάρτητος • το κιφάλ’ν ατ’ επαίρεν αέραν: δεν ακούει κανέναν • να δεν’ το κιφάλ’ν ατ’ ’κ’ εγρικά: δεν ξέρει να δέσει το τσίτι του (ο άντρας, και η γυναίκα τη μαντίλα της), είναι αδέξιος • ψεμένον κιφάλ’: άνθρωπος πολύπειρος (πολλές φορές λέγεται και ειρωνικά) • πόσα κιφάλα επέρασαν: πόσες γενιές, πόσα χρόνια πέρασαν • ‘ς σο κιφάλ’ ιμ’ κάτ’ λαλεί: έχω άσχημο προαίσθημα • κατακέφαλος: ύπουλος • καλαθοκέφαλος: αχτένιστος • τρανοκέφαλος ή γουβανοκέφαλος: χοντροκέφαλος • μικροκέφαλος: μικρόμυαλος • κοτσοκέφαλος: αυτός που έχει κεφάλι λειψό • ακέφαλος: για μικρό παιδί, άτακτο· π.χ. πολλά ακέφαλον παιδίν έν’, και τρικέφαλον οφίδ’(ιν) για μικρά παιδιά υπερβολικά άτακτα • συγκέφαλος: άνθρωπος με το ίδιο μυαλό, ομοϊδεάτης • καρφοκέφαλος: άνθρωπος αχαΐρευτος • κνέσκεται το κιφάλ’ ισ’: πας γυρεύοντας.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.
- Με πληροφορίες από την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.