Από το ουσιαστικό κοράκιν προέρχεται το κορακώνω της ποντιακής διαλέκτου (ή καρακώνω σε Κοτύωρα, Σάντα, Τραπεζούντα και Χαλδία), το οποίο σημαίνει ότι κλείνω την πόρτα με το κοράκι (συνεκδοχικά υπάρχει η φράση καρακώνω τ’ οσπίτ’).
Ωστόσο, σύμφωνα με το «Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου» του Άνθιμου Παπαδόπουλου, το ίδιο ρήμα χρησιμοποιείται για κάποιον που σταμάτησε να μιλά (εκαράκωσεν το στόμαν ατ’).
Μεταφορικά σημαίνει ερημώνω: ο γιος ατ’ εκαράκωσεν ατόν (του ρήμαξε το σπίτι), εκαρακώθεν τ’ οσπίτ’ (πέθαναν όλοι οι ένοικοι). Επιπλέον έχει την έννοια του λιποθυμώ.
Μια δεύτερη σημασία είναι αυτή του γίνομαι σαν κοράκι, κυρτώνομαι.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.