Οι ασθενείς που θέλουν να επιστρέψουν στη δουλειά έπειτα από έμφραγμα έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν, όπως αποκαλύπτει μια νέα γερμανική έρευνα. Εντός δύο ή τριών μηνών από το επεισόδιο, το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών ξαναρχίζουν να δουλεύουν, αλλά ύστερα από ένα έτος ο 1 στους 4 τελικά παραιτείται, ιδίως αν είναι καπνιστής και παχύσαρκος.
Τα αποτελέσματα της μελέτης, που δημοσιεύτηκαν στο European Journal of Preventive Cardiology της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας, δείχνουν ότι η πιθανότητα επιστροφής στην εργασία συσχετίζεται με μια ποικιλία παραγόντων: θέληση, ψυχολογικοί παράγοντες, ιατρική κατάσταση, είδος εργασίας κ.ά.
Επίσης, οι ερευνητές μελέτησαν το ρόλο του φύλου. Αυτό που διαπίστωσαν ήταν ότι οι άντρες επιστρέφουν στην εργασία τους σε μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με τις γυναίκες, ιδίως μετά την ηλικία των 55 ετών. Η επικεφαλής της έρευνας δρ Ρόνα Ρέιμπις από το Πανεπιστήμιο του Πότσνταμ δήλωσε ότι «η παραδοσιακή αντίληψη πως ο άντρας είναι αυτός που πρέπει να θρέψει την οικογένεια συνεχίζει να υπάρχει, οπότε οι γυναίκες επιστρέφουν μετά από καρδιακό επεισόδιο στη δουλειά τους μόνο στο μέτρο που το θέλουν».
Ο τύπος εργασίας, το επίπεδο εκπαίδευσης, καθώς και το κοινωνικοοικονομικό στάτους φαίνεται να διαδραματίζουν καίριο ρόλο.
Οι γυναίκες που ασχολούνται με χειρωνακτικές εργασίες, και έχουν χαμηλότερο μορφωτικό και κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, έχουν περισσότερες πιθανότητες να αμφιβάλλουν για τις ικανότητες τους και να παρατήσουν εντός ενός έτους την εργασία τους αν την ξεκινήσουν ξανά μετά από τα έμφραγμα, συγκριτικά με εκείνες που ασχολούνται με επαγγέλματα γραφείου.
Σε γενικές γραμμές, οι επιστήμονες προτείνουν ότι η ομαλή και επιτυχής επανένταξη στην εργασία προϋποθέτει προγράμματα αποκατάστασης, τη σταδιακή επιστροφή με λιγότερες ώρες δουλειάς στην αρχή, τη διατήρηση της παλιάς εργασίας και όχι την έναρξη νέας, και την ελαχιστοποίηση του άγχους και των υποχρεώσεων για τον πρώτο τουλάχιστον καιρό.
- Αναδημοσίευση από ΑΠΕ-ΜΠΕ.