Από το αμάρτυρο δικοπόρος προέρχεται το ρήμα δικοπορώ της ποντιακής διαλέκτου, σύμφωνα με το Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου. Η κυριολεκτική του σημασία είναι μπορώ κατά την αντιδικία να υπερισχύσω, αλλά και αφενός ότι είμαι ικανός να νικήσω και αφετέρου ότι διεκδικώ επιμόνως το δίκιο μου.
Επίσης το ρήμα έχει την έννοια του φέρνω σε πέρας, αποτελειώνω (οσήμερον τα έργατα μ’ ’κ’ επόρεσα να δικοπορώ).
Ως ενεργητικό ρήμα έχει μέση και αμετάβατη σημασία και περιγράφει την εξοικονόμηση των προς το ζην, των αναγκαίων (οφέτος εδικοπόρεσα τα έξοδα μ’), ενώ έχει και την έννοια του βοηθώ κάποιον να μην στερηθεί τα αναγκαία (εγώ δικοπορώ τον αδελφό μ’). Ως απρόσωπο σημαίνει είναι επαρκές (ατό δικοπορά με).
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.