Η κάλη μ’ πάει ’ς σα πρό’ατα, η νύφε μ’ πάει ’ς σ’ αρνία,
και ο Γιωρίκας τρώει, πίν’ και λάσκεται απέσ’ ’ς σα καφενεία.
Ο Γιώργος Ποσινακίδης γεννήθηκε στο χωριό Μελιανάντων του Χαψίκιοϊ της Άνω Ματσούκας του Πόντου το 1892. Ήταν ταλαντούχος παραδοσιακός λαϊκός λυράρης και τραγουδιστής του οποίου την αξία αναγνώριζαν στην πατρίδα τόσο οι Πόντιοι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι κάτοικοι. Με τη λύρα και το τραγούδι του ήταν παρών σε γλέντια και μουχαπέτια και μετά την εγκατάσταση του ίδιου και της οικογένειάς του στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στον Άγιο Δημήτριο Κοζάνης.
Ένα ιδιαίτερο χάρισμα του Γιώργου Ποσινακίδη ήταν το ότι σκάρωνε δίστιχα για οποιαδήποτε περίσταση στην οποία βρισκόταν, πολλά από αυτά έχουν μείνει και έχουν διαδοθεί μέσα από τη δισκογραφία διάφορων Πόντιων καλλιτεχνών.
Ο Γιώργος Ποσινακίδης με την γυναίκα του Ελένη απέκτησαν εφτά παιδιά: τον Γιάννη, τη Λεμονιά, τη Δέσποινα, τον Σάββα, τη Σοφία, τον Δημήτρη και τον Λευτέρη. Από τους γιους του ο Γιάννης και ο Σάββας συνέχισαν στα χνάρια του πατέρα τους και έπαιζαν αμφότεροι λύρα.
Η μεγάλη αναγνώριση του Γιώργου Ποσινακίδη ως λυράρη περιγράφεται χαρακτηριστικά από ένα περιστατικό το οποίο έλαβε χώρα στο γλέντι του γάμου του συγχωριανού του Παύλου Ξυνόπουλου. Στο γλέντι αυτό βρισκόταν ο μεγάλος Πόντιος λυράρης και πατέρας του Γώγου Πετρίδη, Σταύρης. Εκεί λοιπόν ο Σταύρης ακούγοντας τον Ποσινάκ’ να παίζει λύρα είπε από το θαυμασμό του «Εγώ πα ας κόφτω τα δάχτυλα μ’!» καθώς ο Ποσινάκ’ς είχε στο ένα του χέρι δύο κομμένα δάχτυλα από τραυματισμό.
Ο Γιώργος Ποσινακίδης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 71 ετών το 1963 στον Άγιο Δημήτριο Κοζάνης.
- Πηγή: facebook / Ένωση Ποντίων Ματσούκας.