Πρόκειται για ένα ονοματοποιημένο ρήμα από το φθόγγο λάι-λάι που σχετίζεται με την κίνηση της κούνιας. Το «λαΐζω» είναι κοινό στην ποντιακή διάλεκτο, και στην ενεργητική φωνή σημαίνει κινώ, σείω (λαΐζω τα χέρα). Επίσης ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου έχει καταγράψει τις εξής φράσεις: λαΐζω το παιδίν, που σημαίνει ότι το κάνω κούνια· το κιφάλ’ λαΐζ’, που σημαίνει ότι κάποιος είναι ετοιμοθάνατος· λαΐζ τ’ ουράδ’, που σημαίνει ότι κάποιος προκαλεί ερωτικά.
Στην ποντιακή διάλεκτο υπάρχει και η φράση λαΐζω δέντρον, που χρησιμοποιείται για την κλοπή φρούτων καθώς συνήθως ο «ένοχος» κουνά το ξένο δέντρο για να πέσουν οι καρποί. Επίσης, το ρήμα χρησιμοποιείται για την παρασκευή βουτύρου από το γιαούρτι με το ξυλάγγειν, αλλά και για το μοιχεύω.
Στην παθητική φωνή το λαΐζω σημαίνει κάνω κούνια. Επιπλέον σημαίνει αισθάνομαι ζάλη (φρ. ’κ ’ επορώ να στέκω ’ς σα ποδάρα μ’, λαΐσκουμαι), αλλά και είμαι σωματικά εξαντλημένος (φρ. ελαΐστα και στέκω).
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.